Της… Τζούλιας στο στρατό

Και εξανέστησαν όλοι, λοιπόν. “Μα τι πράματα είν’ αυτά;”, και “Πώς κατάντησε έτσι ο στρατός μας;”, και “Κοίτα να δεις”, κλπ. Μάλλον δεν έχουν πάει πρόσφατα στρατό, και δεν έχουν δει τι παίζει.

Ο στρατός, έτσι όπως είναι τώρα, είναι ένα μεγάλο μπουρδέλο. Και γι’ αυτό ευθύνη έχουν και οι φαντάροι, και τα στελέχη, και όλοι. Ο καθένας με τον τρόπο του.

Εν έτει 2010, οι στρατιώτες καλά κάνουν και δεν δίνουν σημασία στο θεσμό του στρατού. Τα στελέχη, από την άλλη, στην πλειοψηφία τους αμόρφωτοι, με κοιλάρες μέχρι απέναντι κι απαίσιους τρόπους, δε βοηθούν την κατάσταση ούτε ανεβάζουν το επίπεδο.

Και το ότι ο στρατός είναι μπουρδέλο, φαίνεται και απ’ το πόσο… αξιοκρατικός είναι! Εγώ επί 12 μήνες και σκοπιές έκανα, και περίπολα, και θαλαμοφυλίκια, και αγγαρείες, και κουβαλήματα, κι απ’ όλα. Έζησα τη συνηθισμένη θητεία του μέσου φαντάρου. Και βλέπεις, την ίδια στιγμή, ότι υπάρχουν Σώματα στα οποία ο στρατιώτης υπηρετεί… 8 ώρες το μήνα (και μετά πάει σπίτι του – στο Πολεμικό Μουσείο, π.χ.), άλλα που είναι 15 μέρες μέσα-15 μέρες άδεια κάθε μήνα (Ναυτικό), άλλα που την ώρα της σκοπιάς του έχει… Facebook και λάπτοπ μαζί του χωρίς να του λέει κανείς τίποτα (Αεροπορία), κλπ.

Δε λέγομαι Ζαγορίτης. Ούτε Πατίτσας. Ούτε είμαι γιος βουλευτή ή ξάδελφος μπατζανάκη μεγαλοδικηγόρου, κλπ. Γι’ αυτό και έκανα 12 μήνες θητεία μακριά απ’ το σπίτι μου, γι’ αυτό και δε μπορούσα να φέρω Τζούλια στο θάλαμο, κι ένα σωρό άλλα δε μπόρεσα να κάνω.

Όχι, δε ζηλεύω το Ζαγορίτη. Ούτε τα άλλα “βύσματα”: ναι, έτσι λέγονται αυτοί που βάζουν “δοντάκι” για να την περάσουν πιο ωραία στο στρατό… Αυτοί δεν έζησαν τις εμπειρίες που κέρδισα εγώ – κάποιες τους ήταν δύσκολες, μα κι άλλες ήταν ωραίες. Δεν είδαν τους τόπους ή τους ανθρώπους που γνώρισα. Αυτά τα πράγματα πήρα εγώ απ’ το στρατό… Και τα θυμάμαι με μεγάλη χαρά!

Λυπάμαι αυτούς που στενοχωρήθηκαν τόσο και “οργίστηκαν” μ’ αυτό που συνέβη. Σιγά… Λες κι είναι ο στρατός μας ο άριστος των αρίστων θεσμός, και τον προσέβαλε ο Ζαγορίτης…

Μ’ αρέσει-Δε μ’ αρέσει (27-6-2010)

Καλοκαίριασε. Μα ο καιρός δεν το θυμίζει. Θα ‘πρεπε να μ’ αρέσει; Όχι. Δε μ’ αρέσει αυτό, λοιπόν.

Ξέρετε τι μ’ αρέσει, όμως; Το Μουντιάλ. Η χαρά των ανοικτών μπαλκονιών, των ανοιγμένων παράθυρων, η λύπη της “χασούρας” στο στοίχημα και η πλάκα με τους φίλους. Μαγική διοργάνωση, όπως και όλες όσες βλέπουμε κι αγαπάμε…

Ο θρύλος, Αντόνιο Καρμπαχάλ

19 Ιουλίου 1966. Το Μεξικό παίζει με την Ουρουγουάη, τελευταία αγωνιστική του πρώτου ομίλου στο Μουντιάλ της Αγγλίας.

Ο προπονητής του Μεξικού, Ιγνάσιο Κάμπος, είχε βάλει τον γκολκίπερ Καλδερόν βασικό στα δύο προηγούμενα ματς της ομάδας (1-1 με Γαλλία, 0-2 από Αγγλία). Στον τρίτο όμως εκείνο αγώνα των Μεξικανών, η θέση κάτω απ’ τα δοκάρια δεν ανήκε σε κανέναν άλλο, παρά μόνο στον Αντόνιο Καρμπαχάλ.

Μυθικός. Αυτή η λέξη ταιριάζει για να περιγράψει το Μεξικανό πορτιέρο. Στο ματς με την Ουρουγουάη, όπου έπαιξε βασικός και κράτησε το μηδέν στην εστία του, ο Αντόνιο Καρμπαχάλ συμπλήρωσε πέντε συμμετοχές σε τελική φάση Μουντιάλ: τις περισσότερες από κάθε άλλον παίκτη στην ιστορία του ποδοσφαίρου (ως τότε)!

O Αντόνιο Καρμπαχάλ

Γεννημένος το 1928 στην Πόλη του Μεξικού, απέκτησε φήμη και δημοτικότητα ξεκινώντας στα 20 του μια λαμπρή διεθνή καριέρα. Το 1948 έπαιξε με το Μεξικό στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου (πρώτη συμμετοχή εναντίον της Σουηδίας, ήττα 3-5), και σε Μουντιάλ πρωτοεμφανίστηκε το 1950, στα βραζιλιάνικα γήπεδα (Βραζιλία-Μεξικό 4-0).

Έπαιξε στα Μουντιάλ του 1950, του 1954, του 1958, του 1962 και του 1966. Για 98 παιχνίδια, υπερασπίστηκε με την κλάση του τα εθνικά δοκάρια. Κι είχε αλήθεια μπόλικη δουλειά – ας μην ξεχνάμε ότι η εθνική Μεξικού είναι η ομάδα με τις περισσότερες… ήττες στην ιστορία όλων των Μουντιάλ!

Το 1998, ο Γερμανός Λόταρ Ματέους ισοφάρισε το ρεκόρ του Καρμπαχάλ: έπαιξε σ’ όλα τα Μουντιάλ απ’ το 1982 ως το 1998, πάλι πέντε τον αριθμό! Οι δυό τους πια μοιράζονται αυτό το σπάνιο επίτευγμα. Θα υπάρξει άραγε κάποιος να το ισοφαρίσει ή να το… σπάσει;

Μετά τη λήξη της καριέρας του, ο Καρμπαχάλ έγινε και προπονητής σε διάφορες μεξικανικές ομάδες. Το παρατσούκλι που τον συνοδεύει όλα αυτά τα χρόνια, είναι El Cinco Copas (ελεύθερα, Ο Κύριος Πέντε Μουντιάλ), λόγω φυσικά των πέντε «μουντιαλικών» συμμετοχών του.

Χωρίς… Μπέσα δεν προκρίνεται!

Μέσα σ’ όλα, δεν ξέρω αν το πρόσεξε κανείς, έγινε και η κλήρωση των πρώτων γύρων των ευρωπαϊκών διοργανώσεων χθες. Κι ο Ολυμπιακός (2ος προκρ. Γιουρόπα Λιγκ, 15/22 Ιουλίου) κληρώθηκε με την Μπέσα Καβάγιε, από την Αλβανία.

Μάλλον για διακοπές είναι το Καβάγιε, παρά για μπάλα. Παραθαλάσσιο, αγναντεύει την Αδριατική, στην κεντρική Αλβανία. Το 1922 ιδρύθηκε η Μπέσα…

Είναι η κάτοχος του Κυπέλλου Αλβανίας. Νίκησε με 2-1 στον τελικό τη Βλάζνια Σκόδρας, στις 9 Μάη 2010.

Και, σε 12 ευρωπαϊκά παιχνίδια ως τώρα, δεν έχει νικήσει ποτέ. Έχει, μολοντούτο, δύο προκρίσεις, αλλά με… ισοπαλίες και εκμεταλλευόμενη τον κανόνα των εκτός έδρας γκολ!

Ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε τελευταία φορά ομάδα της Αλβανίας το μακρινό 1990. Φανταστείτε, είναι τόσο μακρινό, που υπήρχε ακόμα το… Κύπελλο Κυπελλούχων, αφού γι’ αυτή τη διοργάνωση ο Ολυμπιακός είχε τεθεί αντιμέτωπος της Φλαμουρτάρι Βλόρε.

Ο Ολυμπιακός νίκησε 3-1 στον Πειραιά (2 ο “Αναστό” κι ένα ο Χατζίδης) και 2-0 στην Αλβανία (Χριστοδούλου, Μητρόπουλος). Άνετη πρόκριση.

Και μάλλον το ίδιο και τώρα. Δίχως… μπέσα, όμως, δε θα προκριθεί. Μόνο αν υποτιμήσει την ομάδα αυτή θα μείνει έξω. Κάτι που, αν συμβεί, θα είναι, το λιγότερο, ντροπιαστικό (όχι επειδή είναι Αλβανοί – επειδή είναι η Μπέσα, κι ο Ολυμπιακός είναι Ολυμπιακός)…

M’ αρέσει – Δε μ’ αρέσει (20/5/2010)

Θα είμαι σύντομος.

Μ’ αρέσει

Που κάποιες ομάδες του Μουντιάλ προσπάθησαν κι αγνόησαν το φόβο της ήττας, κι έπαιξαν ωραία μπάλα. Όπως, π.χ., η Χιλή. Που έβαλε τη μπάλα κάτω, έτρεξε, πάσαρε, ντρίμπλαρε.

Οι αμυντικές τακτικές και η σκοπιμότητα, μαζί με τον καιροσκοπισμό, γέμισαν τα κεφάλια των προπονητών και δεν είδαμε μπάλα. Μπράβο στη Χιλή και σ’ όλους τους άλλους που αψήφησαν τη “δικτατορία της επιτυχίας” και έπαιξαν απλώς, μπάλα!

Δε μ’ αρέσει

Η απαράδεκτη, “φουστανελάτη” και παράδειγμα προς αποφυγή μετάδοση του Παύλου Παπαδημητρίου στο παιχνίδι Ελλάδα-Νιγηρία.

Υπεδείκνυε στους παίκτες πώς να παίξουν (“Πάμε, πίσω τώρα, πίσω!”). Υπεδείκνυε και στον προπονητή τι να κάνει, αφού συχνά-πυκνά υποστήριζε ότι πρέπει να βγει ο τάδε και να μπει ο δείνα, παίζοντας και ρόλο προπονητή-σπορτκάστερ. Ούρλιαζε, κόντεψε να πάθει δεκαπέντε εμφράγματα. Μακάρι να θυμόμουν και παραδείγματα απ’ όλες τις κατηγορίες αυτές των ατοπημάτων…

Είπε κι έκανε κι άλλα. Η ουσία: μακάρι να μην ξαναπεριγράψει. Σε τέτοιο σημείο φτάνουμε! Και πολλοί θα πουν, ορθά “Να που δίνουμε τα λεφτά μας, για ν’ ακούμε αυτές τις καραγκιοζιές“.

Χθες και σήμερα…

Χθες, “άμπαλοι”, “άχρηστοι” και “τελειωμένοι”.

Σήμερα, “ήρωες”, “θεοί”, “ψυχάρες”.

Άκουσα κι εγώ πολλά μετά την ήττα από τους Κορεάτες το Σάββατο. Ο γνωστός, κλασικός μαλάκας Έλληνας, ξαναεμφανίστηκε. Ο αχάριστος. Ο δίχως μνήμη. Ο, εν τέλει, γελοίος.

Άνθρωποι που έβριζαν και βλαστημούσαν κατά του Ρεχάγκελ. Που σταύρωναν τους διεθνείς μας. Που ακύρωναν όλα όσα προσέφερε αυτός ο άνθρωπος στο (επιπέδου πατώματος) ποδόσφαιρό μας. Κι εγώ τον έκραξα. Δε λέω. Φράσεις όμως τύπου “με-το-μαλάκα-που-κοιμήθηκε-ο-Θεός-μια-φορά-και-μας-έφερε-το-Γιούρο-κι-από-τότε-μας-έκανε-μπάχαλο”, ούτε τις πιστεύω ούτε τις έχω πει ποτέ…

Και ξάφνου, μετά τη σημερινή σούπερ νίκη-ρεκόρ επί των Νιγηριανών, όλοι ούρλιαζαν και κραύγαζαν και αποθέωναν Ρεχάγκελ και παίκτες.

Είμαστε για τα μπάζα τελικά. Χαμαιλέοντες.

Στην αμέσως επόμενη στραβή, τα μαχαίρια θα ξαναβγούν. Μην το ψάχνετε. Εδώ είμαστε. Να κράζουμε. Να αποθεώνουμε (όταν όλα πηγαίνουν καλά). Θα ΄λεγε κανείς ότι στην Ελλάδα έχουμε βαλθεί να γίνουμε παραδείγματα για όλες τις παροιμίες ή τα τσιτάτα που ‘χουν ειπωθεί στην ανθρώπινη ιστορία. Το τελευταίο;

Η νίκη έχει πολλούς πατέρες. Η ήττα, είναι ορφανή.

Υ.Γ.: Κάπου το διάβασα. Μετάδοση-φουστανέλα. Τέτοια ήταν η σημερινή, του Παύλου Παπαδημητρίου στη ΝΕΤ.. Ζήλεψε, κάπου μακριά, ο Βερνίκος, ο εθνικός μας σπορτκάστερ. Κι άλλοι έγραψαν για τη μετάδοση του Παπαδημητρίου.

Κι ο Διακογιάννης κάποτε μετέδιδε αγώνες της Εθνικής. Κι όχι με Βύντρες μέσα ή με Σεϊταρίδηδες. Με Αναστόπουλους, Δημόπουλους, Δομάζους, Κελεσίδηδες, Κωστίκους… Και δεν έκανε έτσι. Όλοι μας θέλαμε να κερδίσει η Εθνική. Αλλά αυτή δεν ήταν μετάδοση.

Νοτιοαφρικανική σούπα

Είναι η ιδέα μου, ή στο Μουντιάλ ως τώρα δεν έχουμε δει μπάλα καθόλου; Κι όταν εννοώ μπάλα, εννοώ “ωραίο ποδόσφαιρο”, βέβαια. Γιατί από αγώνες, το πλούσιο τηλεοπτικό τραπέζι των ημερών αυτών μας προσέφερε πολλούς. Από “μπάλα”, όμως, λίγα…

Υποτίθεται ότι στο Παγκόσμιο Κύπελλο παίζουν οι 32 καλύτερες ομάδες του πλανήτη. Ε και; Οι περισσότεροι απ’ τους αγώνες που εγώ είδα, ήταν έντεκα μπαρμπα-Γιώργηδες εναντίον άλλων έντεκα, που προσπαθούσαν να τρέξουν και να ανταλλάξουν 2-3 πασίτσες μπας και γίνει τίποτα…

Σε κάποια ματς, αν δεν υπήρχε μια στιγμιαία γκάφα ή μια ατυχία (όπως, π.χ., στο γκολ που έφαγε ο δύστυχος Αλγερινός πορτιέρο εναντίον της Σλοβενίας), οι εστίες δε θα παραβιάζονταν ούτε στον αιώνα τον άπαντα…

Τι προσήλωση στην τακτική είναι αυτή; Κι από ομάδες τύπου Αλγερίας και Σλοβενίας, έτσι; Που ξέρουν ότι δε θα πάνε μακριά στο Μουντιάλ! Ή μήπως δεν το βλέπουν έτσι; Μέχρι στιγμής, το πιο ωραίο ποδόσφαιρο το έπαιξε η Γερμανία. Η Γερμανία! Η ομάδα του παραδοσιακά πειθαρχημένου παιχνιδιού. Είχε βέβαια απέναντί της τους μπαρμπα-Γιώργηδες της Αυστραλίας, αλλά όπως και να ‘χει, απέδωσε. Και το Λιχτενστάιν να ‘χεις απέναντί σου, αν δεν παίξεις μπάλα, πια, δεν το κερδίζεις.

Τίποτα, εγώ περιμένω, σα ζητιάνος, κι απλώνω το καπέλο μου ζητώντας λίγη καλή μπάλα. Α, και να σταματήσουν οι βουβουζέλες!

Λίγη καλή μπάλα. Μια ομάδα που να μπαίνει μέσα για να παίξει, κι όχι για οποιαδήποτε άλλη σκοπιμότητα.

Μ’ αρέσει – Δε μ’ αρέσει (13/6/2010)

Μουντιαλικές μέρες. Ωραίες μέρες. Ούτε να γράψω στο blog μου δε θέλω, πια, με τόση μπάλα! Μόνο στο Τρελοποδόσφαιρο γράφω, αλλά εκεί επιβάλλεται, λόγω της φύσης του blog… Όπως και να ‘χει, ας δούμε λίγο τι άρεσε και τι όχι τη βδομάδα που τελειώνει σήμερα.

Μ’ αρέσει

1. Που επιτέλους έχω κάτι απτό και σίγουρο, από άποψη δουλειάς…

2. Η έναρξη του Μουντιάλ, τι άλλο; Υπάρχει κάτι καλύτερο;

3. Η τυρόπιτα κιχί… Αστείο όνομα, γεύση που δε σηκώνει αστεία!

Δε μ’ αρέσει

1. Ο ήχος των χιλιάδων βουβουζελών. Δείτε έστω πέντε λεπτά από ένα αγώνα Μουντιάλ, και θα με καταλάβετε… Πραγματικά ανυπόφορο. Είπαμε, να σεβαστούμε την κουλτούρα και τις συνήθειες αυτών των ανθρώπων, αλλά τι φταίμε που απλώς θέλουμε να απολαύσουμε μπάλα και καταλήγουμε ν’ ακούμε ένα ήχο σα… σμήνος εντόμων να μας τα σπάει;

2. Η αποπνικτική ζέστη. Μια μικρή βόλτα έξω γίνεται εφιαλτική, με αυτή την ατμόσφαιρα.

3. Η λαιμαργία στη δίαιτα.

2 μέρες μόνο…

… και, κάπου μακριά, μια βουβουζέλα αντηχεί…

Την ακούω. Εδώ. Απ’ το σπίτι μου!!!

«Τώρα φτάνει ώς εδώ μια χλαλοή σαν από γήπεδο/αλάλητο του συρφετού στη λήξη ενός αγώνα» (Νίκος Φωκάς).

«Τ’ απόγευμα της Κυριακής/ανοίγω το ραδιόφωνο/σηκώνω το καπάκι της σιωπής/ποδόσφαιρο/χρωματιστές φανέλλες» (Νίκος Καρούζος)

«Ω ποδοσφαιριστή Βαν Γκογκ/τι δίχτυα κίτρινα/τα πράσινά σου τι φανέλες, οι ντρίπλες σου/τα λουλακιά οι σφυρίχτρες/ η πιστολιά σου πρώτο ημίχρονο» (Εκτωρ Κακναβάτος)

«Κυρά της μοναξιάς, μάννα του πλήθους/κυρά του ξεπεσμού, του χαμού μάννα/σταμάτα του αναθέματος τους λίθους/Κι εμπρός στον επερχόμενο χειμώνα/μέμνησο να ταΐζη στην αλάνα/το περιστέρι, ο Ντιέγκο Μαραντόνα» (Ηλίας Λάγιος)

Κάποιοι ξέρουν να αποτυπώσουν τη μπάλα στην ποίηση καλύτερα από μένα.

2 μέρες μόνο…