Κλειώ Μουζίνα, η πρώτη πρωταθλήτρια Ελλάδας στο σκάκι

Σήμερα, οι «Αθλητικές Αναδρομές» του blog μου επιλέγουν να αφηγηθούν το χρονικό μίας σπουδαίας επιτυχίας μίας ξεχωριστής μορφής του πιο δύσκολου, του πιο επιστημονικού, μα και του πιο ωραίου απ’ όλα, παιχνιδιού. Ο λόγος για την κατάκτηση του πρώτου Πανελλήνιου Πρωταθλήματος Γυναικών στο σκάκι από την Κλειώ Μουζίνα.

Η ελληνική σκακιστική ομοσπονδία ιδρύθηκε το 1948. Ωστόσο, το 1934 είχε διοργανωθεί το πρώτο πρωτάθλημα Ελλάδας Ανδρών, ενώ την επόμενη χρονιά έγινε το δεύτερο. Για να βρούμε το τρίτο, θα πρέπει να πάμε στο 1947.

Εκείνο τον ίδιο χρόνο, ωστόσο, παράλληλα με το τρίτο πανελλήνιο ανδρικό πρωτάθλημα σκακιού πραγματοποιείται και το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα στις γυναίκες.

Βέβαια, όπως αναφέρει ο ιστορικός του ελληνικού σκακιού και γραμματέας του πειθαρχικού συμβουλίου της Ελληνικής Σκακιστικής Ομοσπονδίας, Παναγής Σκλαβούνος, στο βιβλίο του «Οι άγνωστες εποχές του ελληνικού σκακιού», ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Ελληνίδες έπαιζαν το «παιχνίδι των βασιλέων» (αν και, όπως αναφέρει ο κ. Σκλαβούνος, «παρτίδες ή προβλήματα σκακιού Ελληνίδων σκακιστριών του 19ου αιώνα δεν δημοσιεύτηκαν»). Οπότε, ίσως να μην είναι άτοπο να πει κανείς πως η διοργάνωση του πρώτου τους πανελλήνιου πρωταθλήματος άργησε λίγο…

Δέκα συμμετέχουσες, νικήτρια η Μουζίνα

Όπως έγραψαν οι εφημερίδες εκείνης της εποχής, δέκα σκακίστριες έλαβαν μέρος σε αυτό το ιστορικό από κάθε άποψη τουρνουά (με κάποιες εξ αυτών πάντως να αποχωρούν όσο εκείνο ήταν σε εξέλιξη).

Τελικά, μετά από «σκληρό», σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, αγώνα, πρωταθλήτρια αναδείχθηκε η 21χρονη Κλειώ Μουζίνα, με έξι βαθμούς. Την δεύτερη και την τρίτη θέση κατέκτησαν οι Μαίρη Μαλικούτη και Δώρα Καν, με 5½ βαθμούς έκαστη.

Στην μεγάλη νικήτρια απονεμήθηκε μετάλλιο, στην μία όψη του οποίου απεικονιζόταν η κεφαλή μιας αρχαίας θεάς και στην άλλη υπήρχε η φράση «Πανελλήνιοι Ζατρικίου 1947».

«Πραγματικό ταλέντο του σκακιού»

Στο πολύ σημαντικό του βιβλίο με τίτλο «Το σκάκι στην Ελλάδα-Τόμος 1ος» ο παλαιός πρωταθλητής και εξαίρετος γνώστης της ιστορίας του ελληνικού σκακιού, Κώστας Χατζιώτης, σημειώνει τα ακόλουθα για την Κλειώ Μουζίνα:

«Η Πρωταθλήτρια Ελλάδος Κλειώ Μουζίνα ήταν ένα πραγματικό ταλέντο, που πιστεύω ότι ακόμα και σήμερα θα μπορούσε άνετα να σταθή στο ελληνικό γυναικείο σκάκι. Μαζί με την Δώρα Καν (που, επίσης, ήταν ισχυρή σκακίστρια) αποτελούσαν αναμφισβήτητα τις δύο καλύτερες μονάδες του γυναικείου σκακιού της εποχής».

Αν, ωστόσο, επιθυμείτε να αναζητήσετε κάποια από τις παρτίδες της Μουζίνα σε εκείνο το πρωτάθλημα, μην μπείτε καν στον κόπο. Δυστυχώς, δεν έχει διασωθεί ούτε μία! Τον λόγο αποκαλύπτει ο Κ. Χατζιώτης στο προαναφερθέν πόνημά του: «Δεν είχε φαίνεται ληφθή φροντίδα καταγραφής των αγώνων»!…

Αλλά, παρότι οι παρτίδες της έχουν χαθεί, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την ανάμνηση της μεγάλης σημασίας επιτυχίας και της προσφοράς της, καθώς γίνονται εμπράκτως προσπάθειες ώστε αυτές να μην ξεχαστούν. Για παράδειγμα, το 2011 ο Α.Ο. «Λατώ», που εδρεύει στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης, διοργάνωσε «εσωτερικό τουρνουά 5 γύρων αφιερωμένο στην πρωταθλήτρια Ελλάδας του 1947, Κλειώ Μουζίνα».

Τριάντα και βάλε χρόνια στην αναμονή…

Για το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα σκακιού γυναικών, συνέχεια δεν υπήρξε. Πραγματοποιούνταν, βέβαια, ανεπίσημες αναμετρήσεις, αλλά έπρεπε να φθάσουμε στο 1978 για να πραγματοποιηθεί το δεύτερο γυναικείο πρωτάθλημα Ελλάδας και πρώτο υπό την αιγίδα της Ομοσπονδίας της χώρας μας. Νικήτριά του, ήταν η Άρτεμις Φουρίκη, η οποία έκανε δικά της και τα επόμενα δύο πρωταθλήματα.

Περίπου την ίδια χρονική περίοδο έρχονται στην χώρα μας από το εξωτερικό σκακίστριες με περισσότερες γνώσεις και εμπειρίες. Παράλληλα, η συμμετοχή γυναικών στις ομάδες Α’ και Β’ κατηγορίας έγινε υποχρεωτική. Αυτές οι εξελίξεις έφεραν άνοδο της ποιότητας του ελληνικού γυναικείου σκακιού τα επόμενα χρόνια αλλά και επιτυχίες, όπως ήταν η 6η θέση της Εθνικής Ελλάδας γυναικών στην Διεθνή Ολυμπιάδα της Θεσσαλονίκης του 1988.

Το γυναικείο σκάκι στο σήμερα

Από την δεκαετία του 1990 μέχρι και το μέσον εκείνης του 2000 η κατάσταση στο ελληνικό γυναικείο σκάκι βελτιώθηκε κι άλλο, με τις παρουσίες και τις διακρίσεις Ελληνίδων σε συλλόγους και διοργανώσεις ολοένα να πληθαίνουν (σ.σ. το 2021, η συμμετοχή των γυναικών στο σκάκι στην Ελλάδα άγγιξε το 21,66%).

Αναφέρουμε, ενδεικτικά, κάποια… highlights μόνο από την φετινή χρονιά: τον Απρίλιο, η 11χρονη Ευαγγελία Σίσκου πήρε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Σχολικό Πρωτάθλημα, ενώ πριν από μερικές μόλις ημέρες η Εθνική ομάδα Γυναικών κατετάγη 5η στο Ευρωπαϊκό Οµαδικό Πρωτάθληµα στο Μαυροβούνιο. Επίσης προ μερικών ημερών, ανακοινώθηκε πως η 24η διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Σκακιού Γυναικών 2024 θα διεξαχθεί στην Ρόδο (18-30 Απριλίου).

* Ευχαριστώ θερμά τον κ. Παναγή Σκλαβούνο, για τις πολύτιμες κατευθύνσεις και το υλικό που μου παρείχε.

Ο νεκρογλωσσόφιλος

Με ρώτησε τις προάλλες το διαδικτυακό μου «σπίτι», το WordPress δηλαδή, ποιο μάθημα μου άρεσε πιο πολύ όταν πήγαινα σχολείο. Άκου να δεις πράγματα.

Όπως και να έχει το πράγμα, είναι ορισμένες ερωτήσεις που πραγματικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να τις απαντήσω (όπως, λ.χ., γιατί δεν έχω καταφέρει να αδυνατίσω όλα αυτά τα χρόνια). Αυτή η ερώτηση δεν είναι ανάμεσα σε αυτές.

Το μάθημα που μου άρεσε περισσότερο στο σχολείο, ήταν τα λατινικά. Εσείς που ξέρετε, ξέρετε, Ovidius poeta in terra Pontica exulat και τα συναφή.

 Έχω μία μανία με τις ξένες γλώσσες (ακόμα και με εκείνες που είναι πια νεκρές, όπως φαίνεται). Συμφωνώ απόλυτα με εκείνον, το όνομα του οποίου φυσικά δεν μπορώ να θυμηθώ, που είπε πως, όταν μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα, δεν κατακτάς απλώς ένα νέο skill (γυμνάζοντας πολύ αποτελεσματικά και το μυαλό σου στην πορεία) αλλά ανοίγεις και ένα ολόκληρο παράθυρο στην κουλτούρα, στον πολιτισμό και στην ψυχοσύνθεση ενός άλλου λαού.

Συμπληρώνει τον παραπάνω συλλογισμό ο «Γελωτοποιός», επισημαίνοντας μεταξύ άλλων: «Σκεφτόμαστε με τις λέξεις που μάθαμε και τον πολιτισμό που αυτές κουβαλούν. Η γλώσσα ορίζει τη σκέψη κι εμείς μιλάμε-σκεφτόμαστε σύμφωνα με τις λέξεις που παραλάβαμε. Η γλώσσα δεν αντικατοπτρίζει απλώς τον πολιτισμό μας, η γλώσσα ποιεί πολιτισμό. Κι είναι κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει: η γλώσσα που μιλάμε ορίζει την πραγματικότητα».

Αντιμετώπισα, λοιπόν, τότε τα λατινικά με το παραπάνω mindset, δηλαδή ως μία ξένη γλώσσα, πάνω απ’ όλα. Γι’ αυτό και τα έβρισκα τόσο πιο πολύ ενδιαφέροντα από όλα τα υπόλοιπα μαθήματα της γενικής παιδείας ή της θεωρητικής κατεύθυνσης.

Η αγάπη που τους είχα και η προσήλωσή μου σε αυτά αποτυπώθηκε και σε… βαθμολογικό επίπεδο, στις τρισκατάρατες πανελλήνιες της τρίτης Λυκείου, το καλοκαίρι του 2002. Ήταν στα λατινικά που έγραψα τον μεγαλύτερο βαθμό από οποιοδήποτε άλλο μάθημα: 19,3! Σαν σήμερα το θυμάμαι (κι ας πέρασαν έτσι τα χρόνια).

Μου άρεσε η κομψή, λιτή και απέριττη δομή τους, η ικανότητά τους να λένε τόσα πολλά με τόσες λίγες λέξεις, να ανακαλύπτω το ταξίδι που έκαναν τόσες και τόσες λέξεις και εκφράσεις τους από την αρχαιότητα έως σήμερα… Εννοείται, δε, πως μου άρεσε και το ότι χρησιμοποιούσαν και πολλές ελληνικές λέξεις, τις οποίες αργότερα, ως γνωστόν, υιοθέτησαν και όλες οι λατινογενείς γλώσσες μα και άλλες που επηρεάστηκαν από την παρουσία των Ρωμαίων στις περιοχές όπου τις μιλούσαν.

(Πιστεύω ότι, εάν δεν είχα γίνει δημοσιογράφος, μάλλον θα είχα γίνει γλωσσολόγος)

Βέβαια, δεν κατόρθωσα ποτέ μου να μάθω λατινικά. Ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά (θέλοντας και μη, καθώς και από αυτά εξαρτιόταν το μέλλον μου, ή έστω γι’ αυτό με είχαν πείσει) τους κανόνες τους, το πώς κλίνονται τα ανώμαλα ρήματα, το γερούνδιο και την συμπεριφορά του, το γιατί το τάδε ρήμα συντάσσεται με αιτιατική και όχι με γενική, κλπ. Δεν τα έμαθα, όμως, τα λατινικά.

Για αυτό φταίει, μάλλον, το ότι εγώ δεν ασχολήθηκα από μόνος μου, να καθίσω να μάθω δηλαδή λατινικά εάν το ήθελα τόσο πολύ. Δεν υπήρχε περίπτωση το σχολείο να μου τα μάθει – το σχολείο μου έδειξε (και απαιτούσε από εμένα να γνωρίζω) συγκεκριμένα πράγματα για αυτά και, έτσι, το να μάθω να τα μιλάω υπό εκείνες τις συνθήκες (που δεν ευνοούσαν την εκμάθησή τους, κάτι που απαιτεί χρόνο και προσπάθεια που δεν γινόταν να δοθούν) ήταν αδύνατον.

Ποιος ξέρει, όμως; Ίσως κάποια μέρα… Αφού μου αρέσουν, είπαμε, οι ξένες γλώσσες, ακόμα και οι νεκρές! Είμαι… νεκρογλωσσόφιλος, I guess;

Μέχρι σήμερα, ξέρω δύο ξένες γλώσσες, αγγλικά και ισπανικά. Ένας από τους μεγάλους στόχους μου είναι να μάθω κάποια στιγμή τα αραβικά.

Για το τέλος, παραθέτω ένα από τα κείμενα που μου άρεσαν πιο πολύ από τα άλλα στα σχολικά λατινικά. Μου άρεσε όχι τόσο επειδή ήταν τίποτε το τρομερό από γλωσσικής άποψης, αλλά κυρίως για την ιστορία που διηγείται και την οποία ήδη ήξερα από τα Αστερίξ, την ιστορία ενός ελεύθερου ανθρώπου που ήθελε να παραμείνει ελεύθερος και πολέμησε γι’ αυτό τους Ρωμαίους αλλά στο τέλος νικήθηκε, ενώ υποχρεώθηκε, ηττημένος και σκλάβος πια, να πετάξει τα όπλα του στα πόδια του δυνάστη του (μια ιστορική στιγμή που μέχρι και πίνακας ζωγραφικής έγινε):

Nostri, postquam pila in hostes misērunt, gladiis rem gerunt. Repente post tergum equitātus cernitur; cohortes appropinquant; hostes terga vertunt ac fugiunt; eis equites occurrunt. Fit magna caedes. Sedulius, dux et princeps Lemovīcum, occiditur; dux Arvernōrum vivus in fugā comprehenditur; signa militaria LXXIIII (septuaginta quattuor) ad Caesarem referuntur; magnus numerus hostium capitur atque interficitur; reliqui ex fugā in civitātes discēdunt. Postero die ad Caesarem legāti mittuntur. Caesar iubet arma tradi ac principes prodūci. Ipse pro castris consēdit; eo duces producuntur. Vercingetorix deditur, arma proiciuntur.

I’m Spartacus (Δημοτικό edition)

Όταν ο Δάσκαλος μπήκε στην τάξη ούρλιαξε «σιωπή!» κι όλοι μας σωπάσαμε με μιας. Κι αν ξαφνιαστήκαμε επειδή δεν ξέραμε τι είχε γίνει, αισθανόμασταν μέσα μας βαθιά ότι κάτι πολύ κακό ερχόταν καταπάνω μας. Είχαμε όλοι κοκαλώσει.

«Ποιος το έκανε αυτό;», βρυχήθηκε τώρα, σαν το άγριο λιοντάρι των σελίδων των βιβλίων μας, ο Δάσκαλος. Κανείς δεν απαντούσε. Όχι από πείσμα, όμως. Ήταν απλό. Δεν ξέραμε. Δεν είχαμε δει καν τι είχε συμβεί.

Στο έμπα της τάξης, δίπλα στη βιβλιοθήκη, στεκόταν πάντοτε όρθιος ένας ανθρώπινος σκελετός από πλαστικό. Έμοιαζε σαν να είχε η αίθουσα του Δ1 τον δικό της, ακίνητο, μακάβριο σεκιουριτά. Κανείς μας δεν τον πείραζε. Κυρίως για το μάθημα της βιολογίας τον είχαμε, μα ούτε καν τότε δεν ασχολούμασταν μαζί του.

Ωστόσο, τώρα, ο σκελετός κειτόταν πια εκεί στο πάτωμα. Είχε γίνει χίλια κομμάτια, όπως ακριβώς ήταν οι ψυχές μας εκείνη τη στιγμή. Δεν είχαμε δει πώς είχε πέσει και κομματιαστεί.

Όλοι μας σιωπούσαμε και κοιτούσαμε πότε τα θρανία, πότε τα πόδια μας και πότε το χέρι του Δασκάλου, το οποίο σήμερα κρατούσε τη μία από τις δύο βέργες που είχε για να μας χτυπάει όποτε κάναμε φασαρία ή κάποιο λάθος στην αριθμητική και (προπάντων) στην ιστορία.

Στις βέργες του είχε δώσει ονόματα μουσών. Τη μία την έλεγε «Μελπομένη», δηλαδή «μελωδική» και την άλλη «Ευτέρπη», παναπεί «ευχάριστη». Γιατί τις είχε βγάλει έτσι; Ίσως να έβρισκε υπέροχη την μελωδία που έκανε η βέργα όταν χτυπούσε τις δεξιές παλάμες μας (εκεί μας χτυπούσε πάντα). Ποιος ξέρει; Μπορεί απλώς να του άρεσε να μας τρολάρει (before it was cool) ενώ μας έδερνε. Και πονούσαν, πανάθεμά τις, πως πονούσαν!

«Λοιπόν; Ποιος το έκανε αυτό;», μούγκρισε ξανά ο Δάσκαλος και αυτή τη φορά ο βρυχηθμός του ήταν ακόμα πιο δυνατός, ακόμα πιο άγριος, ακόμα πιο κακός. Τύφλα να είχε το λιοντάρι. Ήταν αποφασισμένος το μαχαίρι να φτάσει στο πλαστικό κόκαλο του διαλυμένου στο πάτωμα σκελετού. Η «Μελπομένη» κουνιόταν πάνω κάτω έτοιμη να δώσει (πολύ) πόνο.

Αλλά, ξαναλέω: πού να δούμε ποιος είχε ρίξει κάτω τον σκελετό, πάνω στην κάψα του παιχνιδιού; Φαίνεται ότι κάποιος είχε σπρώξει κάποιον άλλον και έριξαν κάτω τον καταραμένο τον σκελετό και τώρα τα ακούγαμε (και ποιος ήξερε τι άλλο θα μας συνέβαινε).

«Δεν έχουμε πει ότι όποτε γίνεται κάποια ζημιά θα μου λέτε αμέσως ποιος το έκανε; Τι έγινε τώρα; Γιατί δεν μιλάτε;». Σαν άλλη θεία φώτιση, αυτή η νέα διαπεραστική τσιρίδα του Δασκάλου που είχε τρυπήσει τα αυτιά μας, εκτός του ότι μας είχε σπάσει τα τύμπανα μάς ταρακούνησε και τη μνήμη.

Μα ναι! Λίγο πριν τελειώσει το διάλειμμα, ο Αναξίμανδρος δεν ήταν που την έλεγε στον Αναξιμένη επειδή η «Ολυμπιακάρα» είχε πάρει τον Αλέξη Αλεξανδρή από την ΑΕΚ; Και ο Αναξιμένης, που δεν ανεχόταν ποτέ ούτε αστείο να του κάνεις για την «ΑΕΚάρα», δεν του φώναξε αμέσως του Αναξίμανδρου να μην του κοροϊδεύει την ομάδα του;

Και τότε δεν ήταν που οι δυο τους τσακώθηκαν και άρχισαν να σπρώχνονται, εκεί κοντά στη βιβλιοθήκη ήταν και, από τα πολλά σπρωξίματα και τις κλωτσιές τους, έπεσαν πάνω στον σκελετό και τον έριξαν στο πάτωμα; Τώρα που το λέμε, ναι, αυτό ήταν, αυτό είχε γίνει. Ναι! Αυτοί το είχαν κάνει!

Όλοι το είχαν πια θυμηθεί. Μερικοί ήδη, στα κρυφά, προσέχοντας να μην τους καταλάβει ο Δάσκαλος, κοιτιόντουσαν και μεταξύ τους. Ήταν απόλυτα σίγουρο, όλοι το είχαν καταλάβει. Αρκούσε μόνο να το πούμε του Δασκάλου, να του πούμε ότι αυτοί οι δύο, ναι, αυτοί οι δύο, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης, είχαν ρίξει τον σκελετό κάτω πάνω στον καυγά τους και όλα αμέσως θα τελείωναν!

Αλλά, δεν μίλησε κανείς. Μία δύο φορές ακόμα το στόμα του Δασκάλου ούρλιαξε εκτοξεύοντας απειλές (και μικρά σαλάκια δεξιά κι αριστερά), όμως τα δικά μας έμειναν σφαλιστά.

Κι έτσι, ο Δάσκαλος, που οπωσδήποτε έπρεπε να τιμωρήσει κάποιον για το ασυγχώρητο εκείνο έγκλημα που είχε λάβει χώρα, σήκωσε όρθια όλη την τάξη, 30 παιδιά, μας έβαλε στη σειρά σαν να μας στοίχιζε για την πρωινή προσευχή και μας διέταξε να περνάμε ένας ένας από μπροστά του, με την δεξιά μας παλάμη προτεταμένη. Εκείνο το πρωί το γλέντησε η «Μελπομένη», δεν σταμάτησε να ανεβοκατεβαίνει!

Αλλά, δεν μίλησε κανείς.

Υ.Γ. 1: True story (almost).

Υ.Γ. 2: Καμία απολύτως ξύλινη βέργα δεν κακοποιήθηκε για τις αφηγηματικές ανάγκες αυτού του μικρού διηγήματος.

Υ.Γ. 3: https://www.youtube.com/watch?v=FKCmyiljKo0

Το «τέλειο» το ανύπαρκτο

Πολλοί ψάχνουν το «τέλειο». Αναφέρομαι κυρίως σε καταστάσεις, ιδέες, πρόσωπα, σε πράγματα δηλαδή περισσότερο άυλα και κάπως υπερβατικά και όχι τόσο υλικά.

Ψάχνουν, δηλαδή, την «τέλεια» σχέση. Την «τέλεια» ιδεολογία. Την «τέλεια» δουλειά. Τον «τέλειο» σύζυγο. Τον «τέλειο» φίλο. Τον «τέλειο» συνεργάτη. Το πιάσατε, ελπίζω, το νόημα.

Υφίσταται, ωστόσο, το «τέλειο»; Όχι.

Την αλήθεια αυτή έχουν προσπαθήσει πολλοί να την εξηγήσουν σε αυτούς τους ανθρώπους, με άρθρα, διαλέξεις, εκπομπές, βιβλία. Σημασία εκείνοι.

Επιμένουν, σαν τους παλιούς κονκισταδόρες που έψαχναν το ανύπαρκτο Ελ Ντοράντο και στον διάβα τους μετέτρεψαν σε στάχτη και μπούρμπερη τη Νότια Αμερική, να αναζητούν ένα «τέλειο» που δεν υπάρχει, ενώ κάποιοι από αυτούς μετατρέπουν σε αποκαΐδια τη δική τους ζωή ή τις ζωές άλλων, στη διάρκεια αυτής της μάταιης αναζήτησης.

Δεν υπάρχει τίποτε του ανθρώπου που να είναι «τέλειο».

Αυτό ισχύει επειδή ο ίδιος ο άνθρωπος δεν είναι σε καμία περίπτωση «τέλειος», αλλά ελαττωματικός.

Ο άνθρωπος είναι μονίμως έρμαιο της (μωρο)φιλοδοξίας, των ενστίκτων, της κακίας αλλά και της καλοσύνης, των μικρών και των μεγάλων συμφερόντων, της μικρότητας, της βλακείας, της μικροψυχίας, των απόψεων και των τόσων πολλών άλλων του.

Αυτό το παρατηρούμε τόσο στον μικρόκοσμό μας (στην καθημερινότητά μας) όσο και στον μεγάλο κόσμο κάθε μέρα.

Για παράδειγμα, πόσα και πόσα τρομερά προβλήματα, που βασανίζουν για χρόνια (ακόμα και για ολόκληρους αιώνες) λαούς και λαούς σε όλες τις γωνιές της γης και ευθύνονται ακόμα και για το ξεκλήρισμα ολόκληρων εθνών, δεν θα είχαν λυθεί εάν δεν έμπαιναν στην μέση τα (μικρο)συμφέροντα του ενός ή του άλλου (και μάλιστα, σε τόσες πολλές περιπτώσεις, αυτός ο «ένας» και ο «άλλος» δεν ήταν καν ένα από τα αντιμαχόμενα μέρη, αλλά κάποιος τρίτος που έμπαινε στο παιχνίδι δια της πλαγίας οδού και προσπαθούσε να επωφεληθεί από τους τσακωμούς των υπολοίπων);

Ή, πάλι, πόσες και πόσες φορές δεν διαπιστώσατε, είτε στην δουλειά είτε στην παρέα είτε στην σχέση είτε στην οικογένειά σας, ότι μια δυσάρεστη, πνιγηρή, επιβλαβής, άβολη, κλπ, κατάσταση θα είχε μάλλον εύκολα αποφευχθεί ή λυθεί ή διαλυθεί εν τη γενέσει της, όμως αυτό δεν έγινε ποτέ γιατί δεν το προσπάθησε ή δεν το ήθελε ή δεν το σκέφτηκε (ή, ή, ή…) ο ένας ή ο άλλος ή ο παράλλος που είχαν την δύναμη ή την επιρροή ή την ευθύνη να το κάνουν και δεν το έκαναν ακριβώς επειδή επιθυμούσαν, σκέπτονταν, τους είχε επιβληθεί, κάτι άλλο, με ολέθρια σε κάποιες περιπτώσεις αποτελέσματα;

Δεν είναι τέλειος ο άνθρωπος. Πώς είναι δυνατόν να περιμένεις πως ένα μη τέλειο ον θα παράξει κάτι τέλειο;

Είναι τόσο απλό.

Αφήστε την «τελειότητα» στην ησυχία της ανυπαρξίας της. Ο άνθρωπος ήταν, είναι και για πάντοτε θα είναι, ελαττωματικός.

Όμως, αυτή ακριβώς είναι και η εποποιία της τραγωδίας της μικρής ζωής του. Το ότι συχνά καταφέρνει τόσα πολλά μεγάλα και σημαντικά και αξιομνημόνευτα ξεπερνώντας αυτήν την φύση του την ελαττωματική.

Τούτο, βέβαια, δεν τον κάνει τέλειο (κανείς δεν είναι τέλειος). Πάντοτε θα έχει ένα σωρό άλλα ψεγάδια που αργά ή γρήγορα θα φανούν. Αλλά, το να νικά έστω και για λίγο τον ίδιο του τον εαυτό και την στραβή φύση του, είναι κάτι το σπουδαίο και άξιο αναφοράς.

Ψυχιατρική, ψυχολογία, καχυποψία

Για αρχή, ας παραθέσω δύο ορισμούς (τους οποίους βρήκα μάλλον εύκολα και γρήγορα στο Ίντερνετ με ένα απλό Google search).

Ψυχιατρική: η μελέτη, διάγνωση και πρόληψη προβλημάτων της ψυχικής υγείας (οι ψυχίατροι είναι ιατροί με ειδικότητα στην ψυχιατρική).

Ψυχολογία: η μελέτη του τρόπου που σκέπτεται, δρα, αντιδρά και αλληλεπιδρά ο άνθρωπος, η οποία ασχολείται με όλες τις μορφές σκέψεων, συμπεριφοράς, κινήτρων και συναισθημάτων τα οποία οδηγούν στην συμπεριφορά αυτή.

Είναι διαφορετικά πράγματα, δηλαδή, το ένα με το άλλο. Αυτήν την τόσο απλή διαπίστωση (στην οποία έφτασα κάποτε κάνοντας ένα εξίσου απλό search στο Google και διαβάζοντας πέντε αράδες) μου πήρε πολύ χρόνο να την κάνω. Θα ομολογήσω ότι νόμιζα πως αυτά τα δύο ήταν το ίδιο. Ή τα συνέχεα, πίστευα πως το ένα είναι το άλλο.

Ίσως να έφταιγε το ότι τόσα χρόνια δεν αξιώθηκα να γνωρίσω έναν ψυχίατρο, να τον ρωτήσω τι ακριβώς συμβαίνει. Ο μόνος ψυχίατρος που ξέρω είναι αυτός στον οποίο συνεχώς κραυγάζουν ότι θα πάνε οι οπαδοί της ΑΕΚ. Μόνο ψυχολόγο έχω γνωρίσει (και μάλιστα παραπάνω από έναν και δεν μου είχε περάσει από το μυαλό να ρωτήσω κάποιον τους για αυτά τα θέματα).

Ό,τι και αν είναι, όμως, η ψυχιατρική και η ψυχολογία και η ψυχοθεραπεία (γιατί υπάρχει βέβαια και αυτή στο κάδρο), εγώ είμαι σταθερός σε μία άποψη: είμαι εξαιρετικά καχύποπτος απέναντί τους και, για τον λόγο αυτόν, δεν τις εμπιστεύομαι.

Προσοχή: δεν αμφισβητώ ότι σε πολλές περιπτώσεις ή μία ή η άλλη μπορούν να βοηθήσουν ή έχουν πράγματι βοηθήσει συνανθρώπους μας με προβλήματα. Κάθε άλλο και αναγνωρίζω πως είναι πράγματι πολλοί εκείνοι που καταφεύγουν σε ψυχιάτρους και ψυχολόγους για να βοηθηθούν, άρα όντως αυτές έχουν σημαντική προσφορά.

Η καχυποψία που τρέφω για αυτές εδράζεται στην ίδια την φύση του αντικειμένου τους, που δεν είναι άλλη από την ψυχή του ανθρώπου (το λέει και το όνομά τους, άλλωστε).

Το σκεπτικό μου είναι μάλλον απλό.

Είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος παρατηρεί, αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τον γύρω του κόσμο βάσει των πέντε του αισθήσεων και της λογικής του. Το βλέπω; Το μυρίζω; Το ακούω; Το ακουμπάω; Το χλαπακιάζω; Επιβεβαιώνεται λογικά; Άρα, είναι εκεί, υπάρχει, μπορώ να μιλήσω για αυτό, να γράψω για αυτό, να ασχοληθώ εν γένει με αυτό.

Έτσι, πάνω κάτω, λειτουργεί και η επιστήμη, που δεν ασχολείται με φανταστικά πράγματα, με «σου ‘πα, μου ‘πες», με δόγματα, με εικασίες, με τα «πιστεύω» του καθενός, αλλά με μετρήσιμα, απτά, υπαρκτά, επιβεβαιωμένα, τεκμηριωμένα, γεγονότα, στοιχεία, δεδομένα.

Έπειτα, όπως πάλι η επιστήμη, αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές. Αμφιβάλλω. Συνέχεια. Αμφισβητώ (τις ίδιες μου τις απόψεις, πρωτίστως και κυρίως), ρωτάω, μαθαίνω. «Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι». Η αμφισβήτηση και η αμφιβολία απέναντι (και) σε αυτό το ζήτημα ήταν για εμένα εκ των ων ουκ άνευ.

Η ψυχιατρική και η ψυχολογία, λοιπόν, έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη ψυχή.

Δηλαδή, κάτι μη υλικό, μη απτό, μη μετρήσιμο, μη έχον όρια.

Πώς παρατηρείς κάτι τέτοιο; Πώς το καλουπώνεις; Πώς το μετράς, ώστε έπειτα να βγάλεις και ασφαλή, στέρεα συμπεράσματα για αυτό;

Επαναλαμβάνω, έτσι, ότι ο λόγος που δεν τις εμπιστεύομαι δεν είναι άλλος από το ίδιο τους το αντικείμενο.

Την αχανή και απροσμέτρητη ανθρώπινη ψυχή, την δίχως όρια, την ικανή για το καλύτερο και το χειρότερο και όλα αυτά τα πασίγνωστα επικολυρικά μπούρου μπούρου που γράφονται και λέγονται συνήθως για αυτήν.

Το να προσπαθείς να χαρτογραφήσεις την ανθρώπινη ψυχή, όπως, καταλαβαίνω, επιχειρούν να κάνουν, με τον τρόπο και τα μέσα τους η καθεμία, η ψυχιατρική και η ψυχολογία, είναι σαν να προσπαθείς να φυλακίσεις τον άνεμο. Δεν γίνεται.

Αλλά, επειδή προηγουμένως δήλωσα ότι αμφισβητώ, τα πάντα και πρώτα απ’ όλα τον εαυτό μου τον ίδιο, μπορεί να κάνω και λάθος.

Σκηνές από το αθηναϊκό μετρό #8

Ένας κύριος ακριβώς δίπλα μου παίζει παιχνίδια στο κινητό του. Όντα μικρά, χρωματιστά («μπλιμπλίκια» δεν τα λένε αυτά;), τρέχουν στην οθόνη του τηλεφώνου του. Εκείνος, πλήρως απορροφημένος. Λεπτομέρεια: τα κάνει όλα αυτά καθισμένος στο πάτωμα του βαγονιού.

Παρατηρώ ότι πάρα πολλοί επιβάτες του μετρό (γυναίκες, άνδρες) πιάνουν με μωρομάντηλο τις μεταλλικές μπάρες που υπάρχουν σε κάθε βαγόνι για να κρατιόμαστε.

Οι πόρτες του βαγονιού κλείνουν. Ανοίγουν. Ξανακλείνουν. Ανοίγουν ξανά. Μπαίνει κόσμος συνεχώς και ο οδηγός, προφανώς, αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό το «άνοιξε-κλείσε» για πολύ ακόμα. Πώς λύνει, λοιπόν, το πρόβλημά του; Κορνάροντας (τσαντισμένος, υποθέτω). Αυτό με οδήγησε στο συμπέρασμα πως, στη χώρα αυτή, ακόμα και αν οδηγείς βαγόνια του μετρό με δεκάδες επιβάτες μέσα, δεν γίνεται, θα κορνάρεις, έστω και μία φορά.

Απέναντί μου κάθεται ένας τύπος, νεαρός σχετικά στην ηλικία (έτσι φαίνεται τουλάχιστον). Διαβάζει το «Κόμιξ», το (αυτοαποκαλούμενο μεν, στ’ αλήθεια δε) συλλεκτικό περιοδικό με κόμικς (ή μήπως κόμιξ;) του Ντίσνεϋ που έβγαινε για πολλά χρόνια (κυκλοφορεί άραγε ακόμα;). Τα μαλλιά του, ελαφρώς γκριζαρισμένα, λαμπυρίζουν στο φως του βαγονιού. Ένας τύπος με μαλλιά που έχουν πια γκριζάρει και έχει γίνει για λίγο (όσο διαρκεί το ταξίδι του στο μετρό) ξανά 18 (μπορεί και μικρότερος).

Τις τελευταίες εβδομάδες χάνω επίτηδες πολλές φορές το δρομολόγιο του μετρό, διότι δεν χωράω να μπω στο βαγόνι επειδή είναι πάρα πολλοί οι επιβάτες και περιμένω να περάσει κάποιο δρομολόγιο που θα έχει λίγο κόσμο ώστε να είμαι σχετικά άνετα και να μην στριμωχτώ. Πολύς κόσμος, ρε παιδί μου… Πολύς κόσμος…

Τον «Τσάντλερ» δεν θα τον ήθελες για φιλαράκι

Πέρασε, λοιπόν, μια εβδομάδα από τον θάνατο του Μάθιου Πέρι, του «Τσάντλερ» από τα «Φιλαράκια». Έχει πια κατακάτσει όλος ο «κουρνιαχτός» που σηκώθηκε, οπότε τώρα είναι ίσως μία καλή ευκαιρία να πω κι εγώ την αποψάρα μου (όπως έκαναν τόσες μέρες τόσοι άλλοι).

Πρώτα, δύο απαραίτητα disclaimers. Πρώτον, όχι, δεν το θεωρώ επ’ ουδενί περίεργο που τόσος πολύς κόσμος στενοχωρήθηκε για τον θάνατο του Αμερικανοκαναδού ηθοποιού. Ήταν διάσημος και πολυαγαπημένος και όταν φεύγουν άνθρωποι σαν κι αυτόν πάντοτε στενοχωριέσαι λίγο παραπάνω (μου ‘χει συμβεί κι εμένα).

Δεύτερον, όχι, δεν με παραξένεψε καθόλου το ότι πολλοί λυπήθηκαν ακριβώς επειδή τον είχαν συνδέσει με τον «Τσάντλερ» και τα όσα αποκόμισαν από αυτόν τον χαρακτήρα βλέποντας την σειρά – δεν το βρίσκω καθόλου κακό να ταυτίζεσαι με έναν φανταστικό χαρακτήρα εκτιμώντας τα όσα σου έδωσε παρακολουθώντας τον (μου ‘χει συμβεί κι εμένα).

Αλλού είναι το πρόβλημά μου.

Θεωρώ ότι αρκετοί θρήνησαν την απώλεια του Πέρι ακριβώς επειδή ενσάρκωσε στα «Φιλαράκια» (για τα οποία εξάλλου και τον θυμάται ο περισσότερος κόσμος) έναν χαρακτήρα τον οποίο αγάπησαν και με τον οποίο ταυτίστηκαν.

Αυτοί, ωστόσο, κατά την ταπεινή και δίχως απολύτως καμία σημασία γνώμη μου, τη διαμορφωμένη από τη δική μου προσωπική εμπειρία, δεν υπήρχε περίπτωση να θέλουν να έχουν στην πραγματικότητα μέσα στη ζωή τους τον συγκεκριμένο ανθρωπότυπο, τον «Τσάντλερ». Τους θεωρώ, δηλαδή, υποκριτές.

Διαβάζω στις διάφορες νεκρολογίες και στα αφιερώματα (καθώς ούτε έβλεπα ούτε θα δω ποτέ μου «Φιλαράκια») ότι ο «Τσάντλερ» ήταν, λέει, πρωτίστως και πάνω απ’ όλα, «σαρκαστικός». Ήταν, επιπλέον, «ντροπαλός», «μελαγχολικός», «τρυφερός», «έξυπνος», «αστείος», «επικριτικός», «δίκαιος», «ευαίσθητος» και βεβαίως, «αυτοσαρκαστικός» (υπέρτατη αρετή).

Θεωρώ ότι όλοι αυτοί ταυτίστηκαν με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα και τον λάτρεψαν κυρίως επειδή όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του αφορούσαν πάντοτε κάποιους άλλους και ποτέ τους ίδιους.

Θα γούσταραν αυτόν τον «σαρκαστικό» και «επικριτικό» τύπο; Μα αν τον είχαν στη ζωή τους, μάλλον τα βέλη του σαρκασμού του και οι κρίσεις του θα χτυπούσαν, αναπόφευκτα, κάποια στιγμή και τους ίδιους. Έτσι, πιο πιθανό μου φαίνεται να τον θεωρούσαν όχι σαρκαστικό αλλά «εξυπνάκια», να τον αντιπαθούσαν, να τον ξόρκιζαν μακριά. Θα γούσταραν κάποιον που «τη λέει» στους ίδιους και σε όλους, ξεβολεύοντάς τους πολλές φορές και αναγκάζοντάς τους να δουν την αλήθεια;

Θα γούσταραν, επίσης, κάποιον «ντροπαλό»; Μα αυτοί είναι «κουλ», «γαμάτοι», εξωστρεφείς, ισχυρές προσωπικότητες, πιάνουν τη ζωή απ’ τον λαιμό και τη στύβουν – με τους «ντροπαλούς», τους «χαμηλών τόνων», θα ασχολούνται; Δεν έχουν καιρό, δεν έχει η ζωή καιρό, για αυτούς, έτσι δεν λένε;

Θα γούσταραν κάποιον «μελαγχολικό»; Έλα μωρέ, εμείς να περάσουμε καλά θέλουμε. Θέλουμε καλή διάθεση, χαμόγελα, θετική ενέργεια, κέφι!!! Με τον μουρτζούφλη με την κρεμασμένη ως το πάτωμα μούρη θα ασχολούμαστε τώρα;

Θα γούσταραν κάποιον «τρυφερό» και «ευαίσθητο»; Μα είμαστε με τα καλά μας; Κάτι «φλώροι», κάτι αλαφροΐσκιωτοι, δεν είναι αυτοί; Δεν έχει καιρό ο κόσμος μας (κι ούτε είχε ποτέ) για ευαισθησίες, έτσι δεν είναι; Πρέπει να είσαι πιο σκληρός απ’ τους σκληρούς και πιο πονηρός από τους πονηρούς για να επιβιώσεις. Οι «φλώροι», οι ευαίσθητοι, οι τρυφεροί, αυτοί που δεν έχουν τα guts, που λέμε, μένουν πίσω. Τι να κάνουμε; Έτσι είναι η ζωή.

Θα γούσταραν κάποιον «έξυπνο»; Μα η εξυπνάδα δεν επιβραβεύεται. Ίσα ίσα, αυτή κι αν δαιμονοποιείται και τιμωρείται! «Όσο λιγότερα καταλαβαίνεις τόσο το καλύτερο», δεν λένε; «Κάνε τον χαζό και μη μιλάς», δεν λένε; Και θα ανέχονταν όλοι αυτοί τον «Τσάντλερ», τον «έξυπνο», σε έναν κόσμο που απαιτεί από εσένα να είσαι «χαζός»; Δεν είμαστε με τα καλά μας!

Θα γούσταραν κάποιον «δίκαιο»; Μα δεν έχουν καμία σχέση με τη δικαιοσύνη όλοι αυτοί. Η δικαιοσύνη δεν θα τους άρεσε, γιατί θα ξεσκέπαζε το πόσο παρτάκηδες είναι (χαρακτηριστικό που όλοι μας, λίγο πολύ, έχουμε, ειλικρινείς να είμαστε). Ποιος θέλει δικαιοσύνη; Το δικό μας να γίνει θέλουμε, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Τους δίκαιους κανείς δεν τους γουστάρει.

Θα γούσταραν, τέλος, κάποιον «αυτοσαρκαστικό»; Όχι βέβαια. «Τα αστεία που κάνεις εις βάρος σου, παρότι είναι αστεία, δείχνουν το πώς βλέπεις τον εαυτό σου. Δεν δείχνει, δεν είναι, ωραίο να κάνεις αστεία που σε μειώνουν», μου είπε κάποτε μια με την οποία μιλούσα, αγνοώντας βέβαια ότι ο αυτοσαρκασμός είναι απλώς μία άλλη όψη του «γνώθι σαυτόν». Στην εποχή που πρέπει πρώτα να δείχνεις και, κατόπιν, να είσαι, αλάνθαστος, στιβαρός, σοβαρός, αχτύπητος, ατσάλινος πύργος σωστός, δεν υπάρχει χώρος για αυτούς που «τσαλακώνονται» (και μην ακούτε όσους λένε το αντίθετο, αποδεδειγμένα στην πράξη δεν το τηρούν και όσους αυτοσαρκάζονται δεν τους «πάνε»).

Δεν θα ήθελες, λοιπόν, τον «Τσάντλερ» για φίλο, φίλε. Ούτε μία στο εκατομμύριο. Τον αγάπησες και ταυτίστηκες μαζί του επειδή δεν ασχολούνταν με σένα και δεν ήταν στη δική σου ζωή. Αν ήταν και αν γενικότερα ασχολούνταν μαζί σου, θα τον είχες προ πολλού σουτάρει (όπως άλλωστε και κάνεις με τύπους σαν αυτόν που σε πετάνε έξω από τη βολή σου, σου δείχνουν και σου λένε και είναι κάτι άλλο, διαφορετικό, μακριά από σένα, καλύτερο από σένα).

Γι’ αυτό με εκνευρίζει που θρηνείς.

Γιατί είσαι υποκριτής.

Υστερόγραφο:

Όπως είπα και πιο πάνω, ούτε έβλεπα ούτε θα δω ποτέ μου «Φιλαράκια». Μόνο αποσπάσματα έχω παρακολουθήσει και δεν θυμάμαι καν τι γινόταν σε αυτά.

Αλλά, αυτό που σίγουρα θυμάμαι είναι πως, με πρώτη την «Φοίβη», την πανηλίθια (που προσπαθούσαν να μας πασάρουν την ηλιθιότητά της ως γοητευτική παραξενιά που είναι αποδεκτή, ενώ ξέρουν ότι ο κόσμος μας τέτοιους ανθρώπους δεν τους σηκώνει), ο δεύτερος χαρακτήρας της σειράς που αντιπαθούσα σφόδρα ήταν ο κρυόκωλος, μονίμως ξινομούρης, εξυπνάκιας, σπασαρχίδης, εν τέλει (στα δικά μου μάτια) εντελώς μαλάκας, «Τσάντλερ».