Όλα θα ‘ναι πάντα μαύρα/μα θα κρύβουν μια φωτιά

Δεν έχω κάποιον «αγαπημένο» ποιητή (ή μουσικό ή τραγουδοποιό ή συγκρότημα, κλπ). Το έχω ξαναγράψει αυτό. Μέσω της ταύτισής σου με κάτι ή κάποιον, επί της ουσίας το/τον αφήνεις να προσδιορίσει.

Ετεροπροσδιορίζεσαι, δηλαδή και αυτό δεν μου αρέσει και τόσο. Για τον ίδιο λόγο, δεν έχω και «αγαπημένο» στίχο, ποιήματος ή τραγουδιού.

Είμαι πολλά περισσότερα από το νόημα που (νομίζει ότι) έχει βγάλει αυτός που έγραψε ή διάβασε ένα ποίημα ή ένα τραγούδι, προσπαθώντας να εξηγήσει τι σκέφτηκε ή τι διάβασε και να ερμηνεύσει με αυτό ό,τι συμβαίνει τριγύρω του.

Οπότε, εάν με ρωτούσε ποτέ κάποιος ποιος είναι ο «αγαπημένος» μου στίχος, αυτό θα του απαντούσα. Στο καλό σενάριο, το άτομο αυτό θα ξενέρωνε με τον καλά δομημένο και απροσπέλαστο τούτο φιλοσοφικό τοίχο που βρήκε μπροστά του και η κουβέντα για το ζήτημα θα τελείωνε ακριβώς εκεί και θα περνούσαμε στο επόμενο.

Υπάρχει, όμως και το κακό σενάριο, στο οποίο το πρόσωπο που ρωτά επιμένει να πάρει μία απάντηση, είτε γιατί δεν καταλαβαίνει τις εξηγήσεις μου είτε γιατί δεν ξέρει πότε να σταματήσει είτε για άλλους λόγους. Σε αυτήν την περίπτωση και κυρίως για να λήξει κάπου εκεί η συζήτηση για το εν λόγω θέμα, θα απαντούσα ότι ο «αγαπημένος» μου στίχος προέρχεται από ένα τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά.

Είναι, συγκεκριμένα, από το τραγούδι «Χάλια», από τον δίσκο του με το ίδιο όνομα που κυκλοφόρησε το 1998. Ναι, εκείνο με τη σερβιτόρα που σερβίρει «πιο λευκή κι απ’ την ποδιά της» και είναι «ροδανθός μέσ’ τα ρεμάλια» και «θεά μέσ’ τους θνητούς». Πρόκειται, ως γνωστόν, για διασκευή στα ελληνικά του «Invitation to the blues» του Τομ Γουέιτς, το οποίο είχε βγει το 1976.

Ο στίχος στον οποίο αναφέρομαι είναι: «Όλα θα ‘ναι πάντα μαύρα/μα θα κρύβουν μια φωτιά». Η ανείπωτη τραγωδία και η λαμπερή ελπίδα του κόσμου, αποτυπωμένες μέσα σε λίγες μόνο λέξεις. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που μου αρέσει αυτός ο στίχος.