Σμιθ vs Ροκ: το δικό μου σχόλιο

Το συμβάν, πασίγνωστο πλέον και με τις περισσότερες πτυχές του ήδη καλά φωτισμένες (στην εποχή της ταχύτατης μετάδοσης της πληροφορίας ζούμε, άλλωστε).

Το διηγούμαι εν τάχει. Στην διάρκεια της φετινής απονομής των βραβείων Όσκαρ ο παρουσιαστής της τελετής, Κρις Ροκ, έκανε ένα, πραγματικά, ατυχέστατο αστείο για την Τζέιντα Πίνκετ-Σμιθ, σύζυγο του ηθοποιού Γουίλ Σμιθ (που ήταν αμφότεροι παρόντες ενώ ο δεύτερος πήρε και βραβείο). Ελάχιστες μόνο στιγμές αργότερα και απρόσμενα, ο Σμιθ ανέβηκε στην σκηνή και χαστούκισε τον Ροκ ενώ δεν παρέλειψε να του φωνάξει και κάποια «γαλλικά».

Ήθελα, απλώς, να προσθέσω κι εγώ το σχόλιό μου για ό,τι συνέβη σε εκείνα που ήδη ειπώθηκαν.

Θέλω να βλέπω τους ηθοποιούς ως ανθρώπους μορφωμένους, οι οποίοι έχουν κάνει σπουδές και έχουν αποκτήσει τον νου και την κριτική σκέψη που αυτές χαρίζουν, ενώ παράλληλα βλέπουν τον κόσμο που μας περιβάλλει με εκείνο το ιδιαίτερο και ξεχωριστό βλέμμα το οποίο ειδικά (ή, μάλλον, μόνο) οι καλλιτέχνες διαθέτουν.

Αυτός είναι και ο πρώτος, ο κύριος, ο βασικός, λόγος για τον οποίο θεωρώ κάκιστο το αστείο που σκάρωσε ο Ροκ και κάκιστη την αντίδραση του Σμιθ.

Ένας μορφωμένος άνθρωπος, με κουλτούρα και καλλιέργεια, ένας καλλιτέχνης, (θα πρέπει να) μπορεί να διακρίνει πότε και πώς να κάνει το τάδε ή το δείνα αστείο. Αστεία με την κατάσταση της υγείας των άλλων δεν κάνουμε. Period, που λένε και στο Αμέρικα.

Επίσης, ένας τέτοιος άνθρωπος (θα πρέπει να) μπορεί να κατανοήσει ότι στις προσβολές και στα άστοχα αστεία δεν απαντάμε με κλωτσογροθομπουνίδια και βρισίδια, επιλογή που και ρεζίλι μας κάνει και μας αναγκάζει να τρέχουμε μετά να μαζέψουμε τα ασυμμάζευτα (τις περισσότερες φορές χειροτερεύοντας την κατάσταση).

Αυτό που θα ήθελα εγώ να έχει γίνει, λοιπόν, είναι, αφ’ ενός ο Ροκ να καταλάβει, εκείνο το split second, ότι ένα τέτοιο αστείο δεν το κάνεις και, αφ’ ετέρου, ο Σμιθ να μην πει κουβέντα όταν έγινε το (μη) αστείο και, όταν πια θα ανέβαινε στην σκηνή, θριαμβευτής, για να πάρει το (well deserved) αγαλματίδιό του να έκανε με τα κρεμμυδάκια τον Ροκ, όχι με μπουκέτα αλλά εξηγώντας, σε εκείνον και σε όλους, όλα όσα πρέπει να γνωρίζουν για την ασθένεια από την οποία πάσχει η σύζυγός του και πώς πλακίτσα με τέτοια θέματα δεν γίνεται, κίνηση που θα τον εξύψωνε ακόμη περισσότερο και θα εμπέδωνε στα μάτια και στις ψυχές όλων ότι ο ηθοποιός, πάνω απ’ όλα, ψυχαγωγεί (οδηγεί, δηλαδή, το πνεύμα μας, την ψυχή μας, προς τα πάνω, προς κάτι ανώτερο).

Άλλο τι θα ‘θελα να δω και άλλο τι τελικά είδα, φυσικά… Κρίμα!

Ο «Ξανθιώτης» Ανατόλι Πονομάρεφ

Το πέρασμα του μεσοεπιθετικού Ανατόλι Πονομάρεφ από τα γήπεδα της Ελλάδας δεν νομίζω να το θυμάστε. Ούτε εγώ το θυμόμουν. Ούτε οι οπαδοί της Ξάνθης το θυμούνται κι ας το έκανε φορώντας την φανέλα της ομάδας τους!

Γι’ αυτό, όμως και τον κατατάσσουμε στους «μικρούς ήρωες» του ελληνικού ποδοσφαίρου! Επειδή πέρασε, δεν ακούμπησε, ξεχάστηκε και μόνο κάτι «καμμένοι» σαν κι εμάς τον έψαξαν για να σας τον θυμίσουν!

Ο Ανατόλι Πονομάρεφ στην Ξάνθη

Ο Πονομάρεφ (τον έχω βρει και Πονομαριόφ και μάλλον αυτή η προφορά είναι πιο κοντά στο σωστό) γεννήθηκε στην πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, Μπακού, αλλά μεγάλωσε στην Σουηδία, όπου ζούσε η οικογένειά του, η οποία είχε άμεση σχέση με την μπάλα.

Μπαμπάς του, βλέπετε, είναι ο Ιγκόρ Πονομάρεφ, ένας από τους πιο σπουδαίους ποδοσφαιριστές που ανέδειξε το Αζερμπαϊτζάν και ο οποίος έκανε πολύ καλή καριέρα για χρόνια στην Νέφτσι Μπακού, παίζοντας στην σοβιετική Α’ κατηγορία, ενώ «έγραψε» και μία συμμετοχή στην Εθνική της Ε.Σ.Σ.Δ., σε ένα φιλικό με την Αργεντινή το 1980.

Επίσης, ο πατήρ Πονομάρεφ το 1978 στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης σε επίπεδο U-19 με την Ε.Σ.Σ.Δ., το 1979 ήταν δευτεραθλητής κόσμου στο Μουντιάλ Νέων και, το 1988, κατέκτησε με την ολυμπιακή ομάδα της Ε.Σ.Σ.Δ. το χρυσό μετάλλιο στην Σεούλ, έχοντας για συμπαίκτη του τον άλλοτε επιθετικό του Ολυμπιακού, Γιούρι Σάβιτσεφ. Επίσης, είναι κάτοχος ενός φοβερού ρεκόρ στο σοβιετικό πρωτάθλημα: έχει «νικήσει» 24 συνεχόμενες φορές τους τερματοφύλακες από το σημείο του πέναλτι! Ένας από τους «κίπερς» εναντίον των οποίων σκόραρε είναι και ο μεγάλος Ρινάτ Ντασάεφ, ο οποίος, μάλιστα, «έφαγε» όχι σε μία, όχι σε δύο, αλλά σε τρεις περιπτώσεις ένα πέναλτι του Πονομάρεφ!

Στο τέλος της καριέρας του, ο μπαμπάς Πονομάρεφ έπαιξε στην Σουηδία, όπου κι εγκαταστάθηκε κοουτσάροντας και διάφορους συλλόγους εκεί – αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο υιός Πονομάρεφ ξεκίνησε την σταδιοδρομία του από την σκανδιναβική χώρα.

Έπαιξε σε Ρέιμερσχολμς, Τζουργκάρντεν, Σίριους, Βαλεντούνα και Εσίνγκε, ώσπου το 2002 τον ξεχώρισε η Μαγιόρκα. Αγωνίστηκε στην β’ ομάδα της αφήνοντας καλές εντυπώσεις, οι οποίες δημιούργησαν απαιτήσεις για εκείνον όταν, τον Ιανουάριο του 2004, υπέγραψε συμβόλαιο 3,5 ετών με την Skoda Ξάνθη! Τελικά, ωστόσο, έμεινε μόνο έξι μήνες στους «ακρίτες» και πέρασε… απαρατήρητος! Χρησιμοποιήθηκε σε 5 αναμετρήσεις Α’ Εθνικής (μόλις 138 λεπτά συμμετοχής) και σε άλλη μία Κυπέλλου, χωρίς να δείξει κάτι το ιδιαίτερο. Στο τέλος της περιόδου, το συμβόλαιό του λύθηκε.

Μετά το ελληνικό του πέρασμα ο Πονομάρεφ έπαιξε σε Ίντερ Μπακού, Καραμπάχ, Κάλμαρ, Βαντούζ, GAIS, Έστερ, FK Μπακού, Ντέγκερφορς, Βάσαλουντ και αποσύρθηκε το 2010 στην τουρκική Ορντουσπόρ. Χρίσθηκε 16 φορές διεθνής με το Αζερμπαϊτζάν (με ένα γκολ). Αφού κρέμασε τα παπούτσια του, έγινε ατζέντης ποδοσφαιριστών.

Μ’ αρέσει – Δεν μ’ αρέσει (27/3/2022)

Απόψε τα βραβεία Όσκαρ θα δοθούν για 94η φορά στην ιστορία!

Είπα, λοιπόν, να «ανεβάσω», μετά από καιρό, ένα «Μ’ αρέσει-Δεν μ’ αρέσει» και να το κρατήσω απόλυτα πιστό στο πνεύμα της σημερινής οσκαρικής ημέρας.

Πάμε!

Μ’ αρέσει

Που και φέτος τήρησα, στο μέτρο του δυνατού αλλά σίγουρα με μεγάλη επιτυχία, το, εντελώς προσωπικό μου, «οσκαρικό» έθιμο.

Τι λέει αυτό το έθιμο; Αφού βγουν οι υποψηφιότητες των βραβείων, συνήθως εκεί στις αρχές του Φλεβάρη, βλέπω ποια φιλμ και ποιοι ηθοποιοί θα διαγωνιστούν στις έξι, κατά γενική ομολογία, βασικές κατηγορίες, δηλαδή Καλύτερη Ταινία, Σκηνοθεσία, Α’ και Β’ Ανδρικού και Γυναικείου Ρόλου.

Ε, μετά πιάνω μία μία και βλέπω τις ταινίες που είναι υποψήφιες για το βραβείο της καλύτερης και μαζί τις ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούν οι υποψήφιοι για τα βραβεία των ηθοποιών, με απώτερο στόχο να δω όσες περισσότερες γίνεται! 😛 Τίποτα το σπουδαίο, σιγά το έθιμο. Αλλά, το κάνω κάθε χρόνο, το έκανα και τώρα!

Βέβαια, όπως κάθε οσκαρική χρονιά, έτσι και φέτος κάποια φιλμ δεν τα παρακολούθησα, για διάφορους λόγους. Λ.χ. το «West Side Story» ήταν ανάμεσα στις ταινίες που «έκαψα» (εγώ μιούζικαλ δεν βλέπω). Σε αντίθεση, όμως, με άλλα έτη ελάχιστες ήταν οι ταινίες που διάλεξα ή δεν πρόλαβα να μην δω. Γι’ αυτό λέω ότι το έθιμο πήγε καλά.

Όσο καλά και αν πήγε, ωστόσο, το γεγονός ότι δεν έχω δει όλες τις ταινίες με αποτρέπει να δώσω τις δικές μου προβλέψεις για την αποψινή τελετή, αν και το ήθελα πολύ!

Δεν μ’ αρέσει

Που την ταινία που ήθελα να δω πιο πολύ απ’ όλες, το «Licorice Pizza» του Πολ Τόμας Άντερσον, δεν έχω ακόμη καταφέρει να την δω! 🥺 Παρ’ όλ’ αυτά, έγραψα ένα άρθρο με βάση αυτήν στο Τρελοποδόσφαιρο! Κάτι είναι κι αυτό!

Το τραγούδι της εβδομάδας:

Beethoven’s jazz

Έγραψε τζαζ ο Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν; Όχι. Αλλά ναι.

Ακούστε την Σονάτα για Πιάνο No. 32 σε Ντο ελάσσονα, Op. 111. Πρόκειται για ένα από τα τελευταία έργα για πιάνο του πολυγραφότατου Γερμανού συνθέτη.

Δεν είναι τζαζ. Δεν την ήξεραν την τζαζ το 1821-1822 που δημιουργήθηκε η σύνθεση. Αλλά είναι τζαζ. Ακούστε και θα δείτε!

Όταν εγώ άκουσα για πρώτη φορά αυτήν την σύνθεση ήταν πριν χρόνια πολλά. Πήγαινα στο ωδείο. Ο καθηγητής μας ήθελε να μας αποδείξει πόσα ακόμα θα είχε καταφέρει και προσφέρει στην μουσική ο Μπετόβεν εάν δεν έφευγε από την ζωή μόλις στα 56 του και μας έπαιξε στο πιάνο αυτό το κομμάτι.

Ο δάσκαλος μάς διαβεβαίωσε. Όχι, δεν ήταν κάποιου μαύρου Αμερικανού βιρτουόζου τζαζίστα η δημιουργία. Ναι, ήταν του Μπετόβεν, γραμμένη πολύν καιρό πριν γεννηθεί η τζαζ.

Με είχε παραξενέψει τόσο πολύ αυτή η, τόσο μπροστά από την εποχή της, σύνθεση. Θέλοντας να την κρατήσω για πάντα κοντά μου και να την βρίσκω εύκολα την ανέφερα κάποτε και σε αυτό το blog (κλικ). Τόσο μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει!

Είναι αυτή η Σονάτα, όπως και να έχει, ένα από τα πιο πολυσυζητημένα έργα του Μπετόβεν. Αποδεικνύει, αυτό, πόσο σπουδαία είναι.

Κι ακόμα δείχνει πόσα θα είχαν γίνει, αλλά δεν έγιναν. Είχε δίκιο ο δάσκαλος.