Όλα θα ‘ναι πάντα μαύρα/μα θα κρύβουν μια φωτιά

Δεν έχω κάποιον «αγαπημένο» ποιητή (ή μουσικό ή τραγουδοποιό ή συγκρότημα, κλπ). Το έχω ξαναγράψει αυτό. Μέσω της ταύτισής σου με κάτι ή κάποιον, επί της ουσίας το/τον αφήνεις να προσδιορίσει.

Ετεροπροσδιορίζεσαι, δηλαδή και αυτό δεν μου αρέσει και τόσο. Για τον ίδιο λόγο, δεν έχω και «αγαπημένο» στίχο, ποιήματος ή τραγουδιού.

Είμαι πολλά περισσότερα από το νόημα που (νομίζει ότι) έχει βγάλει αυτός που έγραψε ή διάβασε ένα ποίημα ή ένα τραγούδι, προσπαθώντας να εξηγήσει τι σκέφτηκε ή τι διάβασε και να ερμηνεύσει με αυτό ό,τι συμβαίνει τριγύρω του.

Οπότε, εάν με ρωτούσε ποτέ κάποιος ποιος είναι ο «αγαπημένος» μου στίχος, αυτό θα του απαντούσα. Στο καλό σενάριο, το άτομο αυτό θα ξενέρωνε με τον καλά δομημένο και απροσπέλαστο τούτο φιλοσοφικό τοίχο που βρήκε μπροστά του και η κουβέντα για το ζήτημα θα τελείωνε ακριβώς εκεί και θα περνούσαμε στο επόμενο.

Υπάρχει, όμως και το κακό σενάριο, στο οποίο το πρόσωπο που ρωτά επιμένει να πάρει μία απάντηση, είτε γιατί δεν καταλαβαίνει τις εξηγήσεις μου είτε γιατί δεν ξέρει πότε να σταματήσει είτε για άλλους λόγους. Σε αυτήν την περίπτωση και κυρίως για να λήξει κάπου εκεί η συζήτηση για το εν λόγω θέμα, θα απαντούσα ότι ο «αγαπημένος» μου στίχος προέρχεται από ένα τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά.

Είναι, συγκεκριμένα, από το τραγούδι «Χάλια», από τον δίσκο του με το ίδιο όνομα που κυκλοφόρησε το 1998. Ναι, εκείνο με τη σερβιτόρα που σερβίρει «πιο λευκή κι απ’ την ποδιά της» και είναι «ροδανθός μέσ’ τα ρεμάλια» και «θεά μέσ’ τους θνητούς». Πρόκειται, ως γνωστόν, για διασκευή στα ελληνικά του «Invitation to the blues» του Τομ Γουέιτς, το οποίο είχε βγει το 1976.

Ο στίχος στον οποίο αναφέρομαι είναι: «Όλα θα ‘ναι πάντα μαύρα/μα θα κρύβουν μια φωτιά». Η ανείπωτη τραγωδία και η λαμπερή ελπίδα του κόσμου, αποτυπωμένες μέσα σε λίγες μόνο λέξεις. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που μου αρέσει αυτός ο στίχος.

Σκηνές από το αθηναϊκό μετρό #9

* Απέναντί μου κάθονται δύο νέοι. Μελαμψοί. Έχουν κάτι τεράστιες βαλίτσες. Τουρίστες, όπως όλα δείχνουν. Είμαι, άλλωστε και στον συρμό που πάει αεροδρόμιο. Συζητούν μεταξύ τους, δεν καταλαβαίνω τι γλώσσα μιλούν. Μάλλον από κάποια χώρα του Κόλπου πρέπει να είναι.

Φτάνουμε, όμως, στον σταθμό «Νομισματοκοπείο» και αρχίζουν να προσπαθούν να πουν τη λέξη «νομισματοκοπείο», την οποία μόλις άκουσαν από τα μεγάφωνα του βαγονιού ενώ την βλέπουν κιόλας γραμμένη στην πινακίδα της αποβάθρας.

Προσπαθούν να πουν τη λέξη, αποτυγχάνουν πλήρως (εδώ ακόμα και η δική μας γλώσσα παθαίνει στραμπούληγμα όταν επιχειρούμε να την πούμε) και σκάνε στα γέλια (μαζί τους κι εγώ).

** Στο αμέσως προηγούμενο άρθρο των «Σκηνών από το αθηναϊκό μετρό» είχα γράψει για το φαινόμενο που έχω παρατηρήσει, των επιβατών (γυναικών και ανδρών) οι οποίοι πιάνουν με μωρομάντηλο τις μεταλλικές μπάρες που υπάρχουν για να κρατιόμαστε στα βαγόνια.

Ε, απ’ ό,τι φαίνεται, υπάρχει και ένα ακόμη είδος… σιχασιάρηδων επιβατών: εκείνοι που βαστιούνται από τις μεταλλικές μπάρες φορώντας εκείνα τα μεγάλα πλαστικά γάντια που μοιάζουν με σακούλες!

*** Λοιπόν, αυτή η ιστορία που θα διηγηθώ τώρα δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά ταυτόχρονα, πώς τα ‘χει καταφέρει έτσι, είναι και μία από τις περίεργες και από τις πιο αστείες που συνάντησα ποτέ μου στο μετρό, όλα τα χρόνια που είμαι επιβάτης του!

Ήμουν, που λέτε, σε ένα βαγόνι και εννοείται ότι πήγα και στάθηκα πίσω από μία πόρτα η οποία είχε κάποιο τεχνικό πρόβλημα και δεν ανοιγόκλεινε – πάντοτε το στριμωξίδι είναι πολύ λιγότερο πίσω από τέτοιες πόρτες, γι’ αυτό και αποτελούν ένα από τα αγαπημένα μου σημεία στο μετρό.

Τέλος πάντων, ο συρμός έφτασε στην τάδε στάση και όταν άνοιξαν οι πόρτες οι επιβάτες στην αποβάθρα όρμησαν μέσα.

Μπροστά από την πόρτα που δεν άνοιγε, οι επιβάτες περίμεναν μερικά δευτερόλεπτα και ενώ οι περισσότεροι αντιλήφθηκαν ότι υπάρχει πρόβλημα και αμέσως έφυγαν για να μπουν από άλλη πόρτα, υπήρξε και μία κυρία η οποία κοντοστάθηκε και, κοιτώντας μέσα στο βαγόνι όλους εμάς που ήμασταν πίσω από την ελαττωματική πόρτα… χτύπησε το τζάμι της και μας κοιτούσε!

Γιατί το έκανε αυτό; Τι σκεπτόταν; Τι ήθελε; Το πιο λογικό που μου πέρασε από το μυαλό ενώ προσπαθούσα να εξηγήσω αυτήν την εντελώς κενή νοήματος κίνησή της είναι ότι, μάλλον, περίμενε από εμάς να ανοίξουμε την πόρτα από μέσα για εκείνη και τους υπόλοιπους επιβάτες. Δεν ξέρω, φυσικά, τι συνέβη στο νου της.

Το σίγουρο είναι ότι, βλέποντάς τη να κάνει αυτό το πράγμα, γελούσα μόνος μου, πίσω από την προστατευτική μου μάσκα, μέχρι και πολύ αργότερα μέσα στην ίδια εκείνη μέρα μου…

Νεμπόισα Μαρίνκοβιτς

Το καλοκαίρι του 2007 οι φίλοι του Ηρακλή ενθουσιάστηκαν όταν έμαθαν ότι η αγαπημένη τους ομάδα απέκτησε, με δανεισμό από την Παρτιζάν Βελιγραδίου, τον επιτελικό μέσο Νεμπόισα Μαρίνκοβιτς.

Ο 21χρονος τότε Σέρβος, άλλωστε, εθεωρείτο ως ένας από τους πιο αξιόλογους παίκτες της νέας γενιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη και πράγματι οι προσδοκίες για αυτόν στην «κυανόλευκη» πλευρά της Θεσσαλονίκης ήταν (πάρα πολύ) υψηλές.

Ο Μαρίνκοβιτς είχε καλή παρουσία στα φιλικά προετοιμασίας ενώ ξεκίνησε και βασικός στα πρώτα τέσσερα παιχνίδια πρωταθλήματος, στα οποία, όμως, ο «Γηραιός» δεν απέσπασε το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Γρήγορα, έχασε την θέση του στην ενδεκάδα και, μέχρι το τέλος του πρώτου γύρου του «μαραθωνίου» της Super League, είχε άλλες τρεις ολιγόλεπτες συμμετοχές και έπαιξε και σε έναν αγώνα Κυπέλλου. Στο μεταξύ, τον Δεκέμβριο συγκεκριμένα, ο Ηρακλής άλλαξε και προπονητή – ο Ισπανός Άνχελ Πεδράθα, που αντικατέστησε τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς, δεν είχε στα πλάνα του τον νεαρό άσο.

Έτσι, στο τέλος του Ιανουαρίου του 2008, ο Μαρίνκοβιτς αποτέλεσε παρελθόν από τον Ηρακλή, δίχως να έχει ικανοποιήσει τους ανθρώπους και τους φίλους του με όσα έδειξε στον αγωνιστικό χώρο. Πέρασε και δεν ακούμπησε, που λέμε! Είχε 8 εμφανίσεις με τα κυανόλευκα.

Η αλήθεια είναι, ότι την μεγάλη καριέρα που πίστευαν πολλοί πως θα κάνει, ο Μαρίνκοβιτς ποτέ δεν την έκανε… Αγωνίστηκε σε Παρτιζάν Βελιγραδίου, Τελεόπτικ, Όμπιλιτς, Βόζντοβατς, Τζουργκάρντεν, Τσουκαρίτσκι, Χιμνάστικ Ταραγόνα, Μακάμπι Πετάχ Τίκβα, Χάποελ Άκρε, Χάποελ Χάιφα, Περθ Γκλόρι, Ραντ Βελιγραδίου, Σαραβάκ Μαλαισίας και Ναχόν Ταϊλάνδης. Χρίστηκε 3 φορές διεθνής με την Εθνική Ελπίδων Σερβίας, σημειώνοντας δύο γκολ.

Ποτιστήρι συνείδησης

Λέω στον εαυτό μου να μου πει την πρώτη λέξη που του έρχεται στο μυαλό. «Είναι για ένα κείμενο που θέλω να γράψω», του εξηγώ. «Ποτιστήρι!», πετάγεται σε νανοκλάσματα του νανοδευτερολέπτου αυτός. «Το ποτιστήρι σου ήρθε πρώτο πρώτο, μωρέ μαλάκα;», τον ρωτάω. «Ε, ναι, αυτό μου ήρθε, τι να κάνω;», μου απαντάει. «Πώς θα γράψω τώρα εγώ κείμενο με βάση το ποτιστήρι; Και δεν είμαι και κηπουρός!», του ανταπαντώ. «Πρόβλημά σου. Μου ζήτησες να σου πω την πρώτη λέξη που σκέφτηκα και έκανα ακριβώς αυτό. Προχώρα τώρα γιατί, όπως λες, έχεις γράψιμο», μου λέει. Δεν έχει άδικο. Ας είναι. Πάμε λοιπόν.

Αυτό που θα ήθελα να υπήρχε σε αυτόν τον κόσμο είναι ένα ποτιστήρι συνείδησης. Θα επρόκειτο, προφανώς, για ένα υπερβατικό ποτιστήρι, το οποίο θα πότιζε, με υπερβατικό, ή μαγικό, αν θέλετε, τρόπο, το μυαλό και τις ψυχές κάποιων ανθρώπων και θα τα γέμιζε ως απάνω με συνείδηση, όπως γεμίζουν με νερό τα παρτέρια με τα ζουμπούλια και τα τριαντάφυλλα στους μικρούς, αλλά γραφικούς, κήπους των πυκνοκατοικημένων αθηναϊκών συνοικιών.

Μόρφωση έχουν αποκτήσει με κόπο πολύ, πολλοί. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό, η μόρφωση είναι «άλλα δύο μάτια», που λέει και ο σοφός λαός. Η συνείδηση, ωστόσο, είναι, θεωρώ, το θέμα, είναι αυτό που μετράει.

Θα χρησιμοποιήσω, προς επίρρωση, το παράδειγμα που πάντοτε επισημαίνω όταν συζητάω στο μιλητό το συγκεκριμένο ζήτημα: τον Γιόζεφ Μένγκελε. Τον ξέρετε, έτσι;

Το παρατσούκλι του, με το οποίο (θα) τον ξέρουμε, ήταν «Ο Άγγελος του Θανάτου του Άουσβιτς» (πως μου την σπάει αυτή η ρομαντικοποίηση της φρίκης, συνηθίζουμε να την κάνουμε, τέλος πάντων). Ήταν ο Γερμανός γιατρός του διαβόητου στρατοπέδου εξόντωσης, ο οποίος έμεινε στην ιστορία κυρίως για τα θανατηφόρα πειράματα που έκανε εκεί επάνω σε ανθρώπους.

Από μόρφωση, ο Μένγκελε, γόνος οικογένειας βιομηχάνων, άλλο τίποτα. Είχε σπουδάσει και ιατρική και ανθρωπολογία (επιδεικνύοντας πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ειδικά για τον τομέα της γενετικής – αργότερα, στο κολαστήριο του Άουσβιτς, προσπαθούσε να θεμελιώσει τις φυλετικές του θεωρίες διεξάγοντας πειράματα επάνω σε διάφορους «υπάνθρωπους» που δεν τους άξιζε να ζουν, όπως τσιγγάνους, μικρόσωμους και πόσους άλλους). Σπούδασε σε σπουδαίες πόλεις, στο Μόναχο, στη Βιέννη, στη Βόννη.

Αργότερα, συνέγραψε την διδακτορική του διατριβή, ενώ εκπόνησε άλλη μία ιατρική διατριβή και έκανε και άλλη μία δημοσίευση. Δούλεψε στην Φρανκφούρτη και στο Ινστιτούτο Κληρονομικότητας και Φυλετικής Υγιεινής στο Πανεπιστήμιο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, εκεί όπου, στα χρόνια του δεύτερου μεγάλου πολέμου, συγγράφονταν οι πραγματογνωμοσύνες για τις υποχρεωτικές στειρώσεις ή αρχειοθετούνταν οι τσιγγάνοι για να εκτοπιστούν αργότερα εκεί που πολλούς από εκείνους περίμενε ο θάνατος.

Πολύ μορφωμένος, λοιπόν, ο Μένγκελε, ο οποίος, με ιδιαίτερη χαρά και ζήλο, αφοσιωνόταν στα πειράματά του και γενικότερα στο έργο του στο Άουσβιτς, σκοτώνοντας τόσο κόσμο, ενώ έως το τέλος της άθλιας ζωής του, στη Βραζιλία όπου και είχε διαφύγει κρυφά μετά την κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ, υποστήριζε σθεναρά το ότι υπάρχουν κατώτερες και ανώτερες φυλές. Δεν μετάνιωσε ποτέ για όλα τα φρικαλέα που έκανε.

Και να ‘ταν μόνον ο Μένγκελε… Πόσους άλλους μορφωμένους (πολιτικούς, δικηγόρους, γιατρούς, εκπαιδευτικούς και άλλους πολλούς) βλέπουμε κάθε μέρα, στις τηλεοράσεις, στις εφημερίδες, στο Internet, στα ραδιόφωνα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, να εκστομίζουν απίστευτες βαρβαρότητες; «Σπουδαγμένοι» είναι κι αυτοί. Συνείδηση, ωστόσο, δεν έχουν. Τους λείπει. Όπως του Μένγκελε και των συν αυτώ του Τρίτου Ράιχ, οι οποίοι, αφού πρώτα αφαίρεσαν, λόγω και έργω, από κάποιους την ιδιότητα του Ανθρώπου, για να τους είναι πιο εύκολο να τους εξολοθρεύσουν, το έκαναν αργότερα ασμένως και σε έκταση και με τρόπους που δεν είχε φανταστεί ο νους.

Καταλήγω, λοιπόν και εκφράζω την άποψή μου ότι η μόρφωση δεν είναι σε καμία περίπτωση αρκετή. Πρέπει να είσαι και καλό παιδί, να είσαι και καλός άνθρωπος, να το πω με απλά λόγια. Αν είσαι κάθαρμα και δεν υπάρξει με κάποιον τρόπο μια γερή έγχυση συνείδησης μέσα σου, όσο μορφωμένος και αν είσαι θα παραμένεις πάντοτε ένα κάθαρμα (ενώ μπορεί και να αξιοποιήσεις την μόρφωση και τις τεράστιες γνώσεις σου για να κάνεις μικρό ή μεγάλο κακό, όπως συνέβη με τον Μένγκελε).

Μακάρι, έτσι, να υπήρχε ένα γιγάντιο, υπερβατικό ποτιστήρι, το οποίο θα προέβαινε άμεσα σε πότισμα διάφορων μυαλών και ψυχών με λίγη συνείδηση. Δυστυχώς, όπως είδαμε και πιο πάνω, σήμερα στον κόσμο είναι (ανησυχητικά) πολλά αυτά τα μυαλά και οι ψυχές που έχουν μεγάλη ανάγκη από ένα τέτοιο πότισμα…

Θα έστελνα την «Γκουέρνικα» στο διάστημα

Φανταστείτε με να είμαι μεγαλοστέλεχος της NASA, με τη γραβάτα μου, τα γυαλιά μου και το μεγαλειώδες ύφος που ταιριάζει στον βαρυσήμαντο ρόλο μου.

Ο οργανισμός, στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να εντοπίσει εξωγήινη ζωή, συσκέπτεται (χοροστατούντος εμού, φυσικά) και αποφασίζει να προχωρήσει σε μία κίνηση συμβολικού καθαρά χαρακτήρα.

Θα στείλει στο διάστημα μία κάψουλα, η οποία θα προγραμματιστεί να περιπλανιέται στην απεραντοσύνη του και θα περιέχει μέσα της κάτι από το οποίο, αν τυχόν το ανακαλύψει ποτέ κάποιος εξωγήινος και το περιεργαστεί, θα μπορέσει να κατανοήσει, όχι τι, αλλά ποιοι, είμαστε, εμείς οι άνθρωποι. Την ουσία, το essence, μας, «το τι ανθρώπους μας ονομάζει».

Αυτό το «κάτι» (που θέλουμε, να βρουν οι εξωγήινοι) αποφασίζεται να είναι ένα έργο τέχνης. Μέσω αυτής, άλλωστε, ως γνωστόν, ο Άνθρωπος περιέγραψε, περιγράφει και θα περιγράφει, με κάθε φρικιαστική λεπτομέρεια, το μεγαλείο και την μικρότητα, την ευτυχία και τη δυστυχία, την κωμωδία και την τραγωδία του.

Μάλιστα, αν η μνήμη μου δεν με απατά, νομίζω πως κάποτε στ’ αλήθεια η NASA ή τέλος πάντων κάποιος άλλος οργανισμός που ασχολούνταν με το διάστημα έκανε ακριβώς αυτό: φόρτωσε έναν μικρό πύραυλο με αριστουργήματα της ανθρώπινης ιδιοφυίας, όπως μουσικά έργα, πίνακες ζωγραφικής, βιβλία και τον ξαμόλησε στο διάστημα για να τον βρουν οι εξωγήινοι και να (μας) καταλάβουν.

Εννοείται, βέβαια, ότι μέσα σε αυτήν την ιδιότυπη προθήκη του ανθρώπινου πολιτισμού τοποθετήσαμε ό,τι καλύτερο έχει δημιουργήσει ο Άνθρωπος, παρουσιάσαμε δηλαδή την καλύτερη εικόνα του. Δεν αποκαλύψαμε, δηλαδή, στους εξωγήινους όλη την εικόνα μας. Δεν τους είπαμε, δηλαδή, ότι είμαστε και ένα πολεμόχαρο, αιμοδιψές, μικροπρεπές, μισάνθρωπο και απάνθρωπο, είδος, με το οποίο πολύ καλά θα κάνουν να μην μπλέξουν ποτέ.

Κάναμε, δηλαδή, ό,τι κάνουμε σε κάθε πρώτο ραντεβού με ένα πρόσωπο που μας ενδιαφέρει, όπως μου είχε πει μια μέρα ένας φίλος: παρουσιάζουμε την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Δεν πρόκειται να αποκαλύψουμε, π.χ., ότι κλάνουμε στο μπάνιο, ή ότι ρευόμαστε δυνατά αφού πιούμε κοκακόλα, ή ότι κατουράμε έξω από την λεκάνη, ή ότι ανησυχητικά συχνά αμελούμε να πλύνουμε τα δόντια μας. Αυτά θα τα ανακαλύψει το αγαπημένο πρόσωπο αφού με το καλό συγκατοικήσει μαζί μας. Στο πρώτο ραντεβού, η πρώτη εικόνα μας θα είναι τέλεια. Έτσι και με τους εξωγήινους.

Πίσω, όμως, στην φαντασίωσή μου. Ο κλήρος πέφτει σε εμένα (ή είμαστε κορυφαίο στέλεχος της NASA ή δεν είμαστε, διάολε! Δική μου είναι η φαντασίωση και το κείμενο, ό,τι θέλω κάνω). Εγώ θα πρέπει να αποφασίσω ποιο μεγάλο έργο τέχνης θα μπει μέσα στην κάψουλα που θα στείλουμε να πάει από το Άλφα του Κενταύρου ως τις Πύλες του Τενχάουζερ και από το Βήτα του Ύδρου πέρα από τον ώμο του Ωρίωνα.

Εγώ, λοιπόν, αν βρισκόμουν στην θέση αυτή, θα επέλεγα την «Γκουέρνικα». Τον πίνακα (ελαιογραφία) που δημιούργησε, το 1937, ο Ισπανός ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο, μέσα στην απόγνωσή του για τον πολύνεκρο βομβαρδισμό της κωμόπολης Γκουέρνικα («Γκερνίκα», η σωστή ισπανική προφορά) στην Χώρα των Βάσκων, στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου, από τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, κατόπιν σχετικής εντολής των εθνικιστών του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο με τους οποίους εξάλλου αυτές οι δύο τότε συνεργάζονταν.

Αυτός ο πίνακας είναι, κατά την άποψή μου, ο Άνθρωπος συμπυκνωμένος.

Ο Άνθρωπος, ο οποίος, μέσω αυτής της υψηλής τέχνης, βγαλμένης από τους λαβυρίνθους του μυαλού του και κατάφορτης με τόσους συμβολισμούς, φανερώνει την αχαλίνωτη επιθυμία του για ειρήνη, αδελφοσύνη, αγάπη, ζωή, δηλαδή την καλή του πλευρά και, ταυτόχρονα, παρουσιάζει τον πόλεμο, την έχθρα, το μίσος και τον θάνατο, ήτοι την πιο κακή του πλευρά.

Είναι το ίδιο ακριβώς (ατελές) ον που τα κάνει όλα αυτά. Αυτός ο πίνακας δείχνει επακριβώς ποιος είναι ο Άνθρωπος και αυτό είναι ό,τι θα χρειαζόταν να γνωρίζουν οι εξωγήινοι για εμάς.

Εσείς, αν βρισκόσασταν στην ίδια θέση, ποιο έργο τέχνης θα διαλέγατε να τοποθετήσετε μέσα στην κάψουλα;

Κλειώ Μουζίνα, η πρώτη πρωταθλήτρια Ελλάδας στο σκάκι

Σήμερα, οι «Αθλητικές Αναδρομές» του blog μου επιλέγουν να αφηγηθούν το χρονικό μίας σπουδαίας επιτυχίας μίας ξεχωριστής μορφής του πιο δύσκολου, του πιο επιστημονικού, μα και του πιο ωραίου απ’ όλα, παιχνιδιού. Ο λόγος για την κατάκτηση του πρώτου Πανελλήνιου Πρωταθλήματος Γυναικών στο σκάκι από την Κλειώ Μουζίνα.

Η ελληνική σκακιστική ομοσπονδία ιδρύθηκε το 1948. Ωστόσο, το 1934 είχε διοργανωθεί το πρώτο πρωτάθλημα Ελλάδας Ανδρών, ενώ την επόμενη χρονιά έγινε το δεύτερο. Για να βρούμε το τρίτο, θα πρέπει να πάμε στο 1947.

Εκείνο τον ίδιο χρόνο, ωστόσο, παράλληλα με το τρίτο πανελλήνιο ανδρικό πρωτάθλημα σκακιού πραγματοποιείται και το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα στις γυναίκες.

Βέβαια, όπως αναφέρει ο ιστορικός του ελληνικού σκακιού και γραμματέας του πειθαρχικού συμβουλίου της Ελληνικής Σκακιστικής Ομοσπονδίας, Παναγής Σκλαβούνος, στο βιβλίο του «Οι άγνωστες εποχές του ελληνικού σκακιού», ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Ελληνίδες έπαιζαν το «παιχνίδι των βασιλέων» (αν και, όπως αναφέρει ο κ. Σκλαβούνος, «παρτίδες ή προβλήματα σκακιού Ελληνίδων σκακιστριών του 19ου αιώνα δεν δημοσιεύτηκαν»). Οπότε, ίσως να μην είναι άτοπο να πει κανείς πως η διοργάνωση του πρώτου τους πανελλήνιου πρωταθλήματος άργησε λίγο…

Δέκα συμμετέχουσες, νικήτρια η Μουζίνα

Όπως έγραψαν οι εφημερίδες εκείνης της εποχής, δέκα σκακίστριες έλαβαν μέρος σε αυτό το ιστορικό από κάθε άποψη τουρνουά (με κάποιες εξ αυτών πάντως να αποχωρούν όσο εκείνο ήταν σε εξέλιξη).

Τελικά, μετά από «σκληρό», σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, αγώνα, πρωταθλήτρια αναδείχθηκε η 21χρονη Κλειώ Μουζίνα, με έξι βαθμούς. Την δεύτερη και την τρίτη θέση κατέκτησαν οι Μαίρη Μαλικούτη και Δώρα Καν, με 5½ βαθμούς έκαστη.

Στην μεγάλη νικήτρια απονεμήθηκε μετάλλιο, στην μία όψη του οποίου απεικονιζόταν η κεφαλή μιας αρχαίας θεάς και στην άλλη υπήρχε η φράση «Πανελλήνιοι Ζατρικίου 1947».

«Πραγματικό ταλέντο του σκακιού»

Στο πολύ σημαντικό του βιβλίο με τίτλο «Το σκάκι στην Ελλάδα-Τόμος 1ος» ο παλαιός πρωταθλητής και εξαίρετος γνώστης της ιστορίας του ελληνικού σκακιού, Κώστας Χατζιώτης, σημειώνει τα ακόλουθα για την Κλειώ Μουζίνα:

«Η Πρωταθλήτρια Ελλάδος Κλειώ Μουζίνα ήταν ένα πραγματικό ταλέντο, που πιστεύω ότι ακόμα και σήμερα θα μπορούσε άνετα να σταθή στο ελληνικό γυναικείο σκάκι. Μαζί με την Δώρα Καν (που, επίσης, ήταν ισχυρή σκακίστρια) αποτελούσαν αναμφισβήτητα τις δύο καλύτερες μονάδες του γυναικείου σκακιού της εποχής».

Αν, ωστόσο, επιθυμείτε να αναζητήσετε κάποια από τις παρτίδες της Μουζίνα σε εκείνο το πρωτάθλημα, μην μπείτε καν στον κόπο. Δυστυχώς, δεν έχει διασωθεί ούτε μία! Τον λόγο αποκαλύπτει ο Κ. Χατζιώτης στο προαναφερθέν πόνημά του: «Δεν είχε φαίνεται ληφθή φροντίδα καταγραφής των αγώνων»!…

Αλλά, παρότι οι παρτίδες της έχουν χαθεί, δεν συμβαίνει το ίδιο και με την ανάμνηση της μεγάλης σημασίας επιτυχίας και της προσφοράς της, καθώς γίνονται εμπράκτως προσπάθειες ώστε αυτές να μην ξεχαστούν. Για παράδειγμα, το 2011 ο Α.Ο. «Λατώ», που εδρεύει στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης, διοργάνωσε «εσωτερικό τουρνουά 5 γύρων αφιερωμένο στην πρωταθλήτρια Ελλάδας του 1947, Κλειώ Μουζίνα».

Τριάντα και βάλε χρόνια στην αναμονή…

Για το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα σκακιού γυναικών, συνέχεια δεν υπήρξε. Πραγματοποιούνταν, βέβαια, ανεπίσημες αναμετρήσεις, αλλά έπρεπε να φθάσουμε στο 1978 για να πραγματοποιηθεί το δεύτερο γυναικείο πρωτάθλημα Ελλάδας και πρώτο υπό την αιγίδα της Ομοσπονδίας της χώρας μας. Νικήτριά του, ήταν η Άρτεμις Φουρίκη, η οποία έκανε δικά της και τα επόμενα δύο πρωταθλήματα.

Περίπου την ίδια χρονική περίοδο έρχονται στην χώρα μας από το εξωτερικό σκακίστριες με περισσότερες γνώσεις και εμπειρίες. Παράλληλα, η συμμετοχή γυναικών στις ομάδες Α’ και Β’ κατηγορίας έγινε υποχρεωτική. Αυτές οι εξελίξεις έφεραν άνοδο της ποιότητας του ελληνικού γυναικείου σκακιού τα επόμενα χρόνια αλλά και επιτυχίες, όπως ήταν η 6η θέση της Εθνικής Ελλάδας γυναικών στην Διεθνή Ολυμπιάδα της Θεσσαλονίκης του 1988.

Το γυναικείο σκάκι στο σήμερα

Από την δεκαετία του 1990 μέχρι και το μέσον εκείνης του 2000 η κατάσταση στο ελληνικό γυναικείο σκάκι βελτιώθηκε κι άλλο, με τις παρουσίες και τις διακρίσεις Ελληνίδων σε συλλόγους και διοργανώσεις ολοένα να πληθαίνουν (σ.σ. το 2021, η συμμετοχή των γυναικών στο σκάκι στην Ελλάδα άγγιξε το 21,66%).

Αναφέρουμε, ενδεικτικά, κάποια… highlights μόνο από την φετινή χρονιά: τον Απρίλιο, η 11χρονη Ευαγγελία Σίσκου πήρε το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Σχολικό Πρωτάθλημα, ενώ πριν από μερικές μόλις ημέρες η Εθνική ομάδα Γυναικών κατετάγη 5η στο Ευρωπαϊκό Οµαδικό Πρωτάθληµα στο Μαυροβούνιο. Επίσης προ μερικών ημερών, ανακοινώθηκε πως η 24η διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Σκακιού Γυναικών 2024 θα διεξαχθεί στην Ρόδο (18-30 Απριλίου).

* Ευχαριστώ θερμά τον κ. Παναγή Σκλαβούνο, για τις πολύτιμες κατευθύνσεις και το υλικό που μου παρείχε.

Ο νεκρογλωσσόφιλος

Με ρώτησε τις προάλλες το διαδικτυακό μου «σπίτι», το WordPress δηλαδή, ποιο μάθημα μου άρεσε πιο πολύ όταν πήγαινα σχολείο. Άκου να δεις πράγματα.

Όπως και να έχει το πράγμα, είναι ορισμένες ερωτήσεις που πραγματικά είναι πάρα πολύ δύσκολο να τις απαντήσω (όπως, λ.χ., γιατί δεν έχω καταφέρει να αδυνατίσω όλα αυτά τα χρόνια). Αυτή η ερώτηση δεν είναι ανάμεσα σε αυτές.

Το μάθημα που μου άρεσε περισσότερο στο σχολείο, ήταν τα λατινικά. Εσείς που ξέρετε, ξέρετε, Ovidius poeta in terra Pontica exulat και τα συναφή.

 Έχω μία μανία με τις ξένες γλώσσες (ακόμα και με εκείνες που είναι πια νεκρές, όπως φαίνεται). Συμφωνώ απόλυτα με εκείνον, το όνομα του οποίου φυσικά δεν μπορώ να θυμηθώ, που είπε πως, όταν μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα, δεν κατακτάς απλώς ένα νέο skill (γυμνάζοντας πολύ αποτελεσματικά και το μυαλό σου στην πορεία) αλλά ανοίγεις και ένα ολόκληρο παράθυρο στην κουλτούρα, στον πολιτισμό και στην ψυχοσύνθεση ενός άλλου λαού.

Συμπληρώνει τον παραπάνω συλλογισμό ο «Γελωτοποιός», επισημαίνοντας μεταξύ άλλων: «Σκεφτόμαστε με τις λέξεις που μάθαμε και τον πολιτισμό που αυτές κουβαλούν. Η γλώσσα ορίζει τη σκέψη κι εμείς μιλάμε-σκεφτόμαστε σύμφωνα με τις λέξεις που παραλάβαμε. Η γλώσσα δεν αντικατοπτρίζει απλώς τον πολιτισμό μας, η γλώσσα ποιεί πολιτισμό. Κι είναι κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει: η γλώσσα που μιλάμε ορίζει την πραγματικότητα».

Αντιμετώπισα, λοιπόν, τότε τα λατινικά με το παραπάνω mindset, δηλαδή ως μία ξένη γλώσσα, πάνω απ’ όλα. Γι’ αυτό και τα έβρισκα τόσο πιο πολύ ενδιαφέροντα από όλα τα υπόλοιπα μαθήματα της γενικής παιδείας ή της θεωρητικής κατεύθυνσης.

Η αγάπη που τους είχα και η προσήλωσή μου σε αυτά αποτυπώθηκε και σε… βαθμολογικό επίπεδο, στις τρισκατάρατες πανελλήνιες της τρίτης Λυκείου, το καλοκαίρι του 2002. Ήταν στα λατινικά που έγραψα τον μεγαλύτερο βαθμό από οποιοδήποτε άλλο μάθημα: 19,3! Σαν σήμερα το θυμάμαι (κι ας πέρασαν έτσι τα χρόνια).

Μου άρεσε η κομψή, λιτή και απέριττη δομή τους, η ικανότητά τους να λένε τόσα πολλά με τόσες λίγες λέξεις, να ανακαλύπτω το ταξίδι που έκαναν τόσες και τόσες λέξεις και εκφράσεις τους από την αρχαιότητα έως σήμερα… Εννοείται, δε, πως μου άρεσε και το ότι χρησιμοποιούσαν και πολλές ελληνικές λέξεις, τις οποίες αργότερα, ως γνωστόν, υιοθέτησαν και όλες οι λατινογενείς γλώσσες μα και άλλες που επηρεάστηκαν από την παρουσία των Ρωμαίων στις περιοχές όπου τις μιλούσαν.

(Πιστεύω ότι, εάν δεν είχα γίνει δημοσιογράφος, μάλλον θα είχα γίνει γλωσσολόγος)

Βέβαια, δεν κατόρθωσα ποτέ μου να μάθω λατινικά. Ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά (θέλοντας και μη, καθώς και από αυτά εξαρτιόταν το μέλλον μου, ή έστω γι’ αυτό με είχαν πείσει) τους κανόνες τους, το πώς κλίνονται τα ανώμαλα ρήματα, το γερούνδιο και την συμπεριφορά του, το γιατί το τάδε ρήμα συντάσσεται με αιτιατική και όχι με γενική, κλπ. Δεν τα έμαθα, όμως, τα λατινικά.

Για αυτό φταίει, μάλλον, το ότι εγώ δεν ασχολήθηκα από μόνος μου, να καθίσω να μάθω δηλαδή λατινικά εάν το ήθελα τόσο πολύ. Δεν υπήρχε περίπτωση το σχολείο να μου τα μάθει – το σχολείο μου έδειξε (και απαιτούσε από εμένα να γνωρίζω) συγκεκριμένα πράγματα για αυτά και, έτσι, το να μάθω να τα μιλάω υπό εκείνες τις συνθήκες (που δεν ευνοούσαν την εκμάθησή τους, κάτι που απαιτεί χρόνο και προσπάθεια που δεν γινόταν να δοθούν) ήταν αδύνατον.

Ποιος ξέρει, όμως; Ίσως κάποια μέρα… Αφού μου αρέσουν, είπαμε, οι ξένες γλώσσες, ακόμα και οι νεκρές! Είμαι… νεκρογλωσσόφιλος, I guess;

Μέχρι σήμερα, ξέρω δύο ξένες γλώσσες, αγγλικά και ισπανικά. Ένας από τους μεγάλους στόχους μου είναι να μάθω κάποια στιγμή τα αραβικά.

Για το τέλος, παραθέτω ένα από τα κείμενα που μου άρεσαν πιο πολύ από τα άλλα στα σχολικά λατινικά. Μου άρεσε όχι τόσο επειδή ήταν τίποτε το τρομερό από γλωσσικής άποψης, αλλά κυρίως για την ιστορία που διηγείται και την οποία ήδη ήξερα από τα Αστερίξ, την ιστορία ενός ελεύθερου ανθρώπου που ήθελε να παραμείνει ελεύθερος και πολέμησε γι’ αυτό τους Ρωμαίους αλλά στο τέλος νικήθηκε, ενώ υποχρεώθηκε, ηττημένος και σκλάβος πια, να πετάξει τα όπλα του στα πόδια του δυνάστη του (μια ιστορική στιγμή που μέχρι και πίνακας ζωγραφικής έγινε):

Nostri, postquam pila in hostes misērunt, gladiis rem gerunt. Repente post tergum equitātus cernitur; cohortes appropinquant; hostes terga vertunt ac fugiunt; eis equites occurrunt. Fit magna caedes. Sedulius, dux et princeps Lemovīcum, occiditur; dux Arvernōrum vivus in fugā comprehenditur; signa militaria LXXIIII (septuaginta quattuor) ad Caesarem referuntur; magnus numerus hostium capitur atque interficitur; reliqui ex fugā in civitātes discēdunt. Postero die ad Caesarem legāti mittuntur. Caesar iubet arma tradi ac principes prodūci. Ipse pro castris consēdit; eo duces producuntur. Vercingetorix deditur, arma proiciuntur.

I’m Spartacus (Δημοτικό edition)

Όταν ο Δάσκαλος μπήκε στην τάξη ούρλιαξε «σιωπή!» κι όλοι μας σωπάσαμε με μιας. Κι αν ξαφνιαστήκαμε επειδή δεν ξέραμε τι είχε γίνει, αισθανόμασταν μέσα μας βαθιά ότι κάτι πολύ κακό ερχόταν καταπάνω μας. Είχαμε όλοι κοκαλώσει.

«Ποιος το έκανε αυτό;», βρυχήθηκε τώρα, σαν το άγριο λιοντάρι των σελίδων των βιβλίων μας, ο Δάσκαλος. Κανείς δεν απαντούσε. Όχι από πείσμα, όμως. Ήταν απλό. Δεν ξέραμε. Δεν είχαμε δει καν τι είχε συμβεί.

Στο έμπα της τάξης, δίπλα στη βιβλιοθήκη, στεκόταν πάντοτε όρθιος ένας ανθρώπινος σκελετός από πλαστικό. Έμοιαζε σαν να είχε η αίθουσα του Δ1 τον δικό της, ακίνητο, μακάβριο σεκιουριτά. Κανείς μας δεν τον πείραζε. Κυρίως για το μάθημα της βιολογίας τον είχαμε, μα ούτε καν τότε δεν ασχολούμασταν μαζί του.

Ωστόσο, τώρα, ο σκελετός κειτόταν πια εκεί στο πάτωμα. Είχε γίνει χίλια κομμάτια, όπως ακριβώς ήταν οι ψυχές μας εκείνη τη στιγμή. Δεν είχαμε δει πώς είχε πέσει και κομματιαστεί.

Όλοι μας σιωπούσαμε και κοιτούσαμε πότε τα θρανία, πότε τα πόδια μας και πότε το χέρι του Δασκάλου, το οποίο σήμερα κρατούσε τη μία από τις δύο βέργες που είχε για να μας χτυπάει όποτε κάναμε φασαρία ή κάποιο λάθος στην αριθμητική και (προπάντων) στην ιστορία.

Στις βέργες του είχε δώσει ονόματα μουσών. Τη μία την έλεγε «Μελπομένη», δηλαδή «μελωδική» και την άλλη «Ευτέρπη», παναπεί «ευχάριστη». Γιατί τις είχε βγάλει έτσι; Ίσως να έβρισκε υπέροχη την μελωδία που έκανε η βέργα όταν χτυπούσε τις δεξιές παλάμες μας (εκεί μας χτυπούσε πάντα). Ποιος ξέρει; Μπορεί απλώς να του άρεσε να μας τρολάρει (before it was cool) ενώ μας έδερνε. Και πονούσαν, πανάθεμά τις, πως πονούσαν!

«Λοιπόν; Ποιος το έκανε αυτό;», μούγκρισε ξανά ο Δάσκαλος και αυτή τη φορά ο βρυχηθμός του ήταν ακόμα πιο δυνατός, ακόμα πιο άγριος, ακόμα πιο κακός. Τύφλα να είχε το λιοντάρι. Ήταν αποφασισμένος το μαχαίρι να φτάσει στο πλαστικό κόκαλο του διαλυμένου στο πάτωμα σκελετού. Η «Μελπομένη» κουνιόταν πάνω κάτω έτοιμη να δώσει (πολύ) πόνο.

Αλλά, ξαναλέω: πού να δούμε ποιος είχε ρίξει κάτω τον σκελετό, πάνω στην κάψα του παιχνιδιού; Φαίνεται ότι κάποιος είχε σπρώξει κάποιον άλλον και έριξαν κάτω τον καταραμένο τον σκελετό και τώρα τα ακούγαμε (και ποιος ήξερε τι άλλο θα μας συνέβαινε).

«Δεν έχουμε πει ότι όποτε γίνεται κάποια ζημιά θα μου λέτε αμέσως ποιος το έκανε; Τι έγινε τώρα; Γιατί δεν μιλάτε;». Σαν άλλη θεία φώτιση, αυτή η νέα διαπεραστική τσιρίδα του Δασκάλου που είχε τρυπήσει τα αυτιά μας, εκτός του ότι μας είχε σπάσει τα τύμπανα μάς ταρακούνησε και τη μνήμη.

Μα ναι! Λίγο πριν τελειώσει το διάλειμμα, ο Αναξίμανδρος δεν ήταν που την έλεγε στον Αναξιμένη επειδή η «Ολυμπιακάρα» είχε πάρει τον Αλέξη Αλεξανδρή από την ΑΕΚ; Και ο Αναξιμένης, που δεν ανεχόταν ποτέ ούτε αστείο να του κάνεις για την «ΑΕΚάρα», δεν του φώναξε αμέσως του Αναξίμανδρου να μην του κοροϊδεύει την ομάδα του;

Και τότε δεν ήταν που οι δυο τους τσακώθηκαν και άρχισαν να σπρώχνονται, εκεί κοντά στη βιβλιοθήκη ήταν και, από τα πολλά σπρωξίματα και τις κλωτσιές τους, έπεσαν πάνω στον σκελετό και τον έριξαν στο πάτωμα; Τώρα που το λέμε, ναι, αυτό ήταν, αυτό είχε γίνει. Ναι! Αυτοί το είχαν κάνει!

Όλοι το είχαν πια θυμηθεί. Μερικοί ήδη, στα κρυφά, προσέχοντας να μην τους καταλάβει ο Δάσκαλος, κοιτιόντουσαν και μεταξύ τους. Ήταν απόλυτα σίγουρο, όλοι το είχαν καταλάβει. Αρκούσε μόνο να το πούμε του Δασκάλου, να του πούμε ότι αυτοί οι δύο, ναι, αυτοί οι δύο, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης, είχαν ρίξει τον σκελετό κάτω πάνω στον καυγά τους και όλα αμέσως θα τελείωναν!

Αλλά, δεν μίλησε κανείς. Μία δύο φορές ακόμα το στόμα του Δασκάλου ούρλιαξε εκτοξεύοντας απειλές (και μικρά σαλάκια δεξιά κι αριστερά), όμως τα δικά μας έμειναν σφαλιστά.

Κι έτσι, ο Δάσκαλος, που οπωσδήποτε έπρεπε να τιμωρήσει κάποιον για το ασυγχώρητο εκείνο έγκλημα που είχε λάβει χώρα, σήκωσε όρθια όλη την τάξη, 30 παιδιά, μας έβαλε στη σειρά σαν να μας στοίχιζε για την πρωινή προσευχή και μας διέταξε να περνάμε ένας ένας από μπροστά του, με την δεξιά μας παλάμη προτεταμένη. Εκείνο το πρωί το γλέντησε η «Μελπομένη», δεν σταμάτησε να ανεβοκατεβαίνει!

Αλλά, δεν μίλησε κανείς.

Υ.Γ. 1: True story (almost).

Υ.Γ. 2: Καμία απολύτως ξύλινη βέργα δεν κακοποιήθηκε για τις αφηγηματικές ανάγκες αυτού του μικρού διηγήματος.

Υ.Γ. 3: https://www.youtube.com/watch?v=FKCmyiljKo0

Το «τέλειο» το ανύπαρκτο

Πολλοί ψάχνουν το «τέλειο». Αναφέρομαι κυρίως σε καταστάσεις, ιδέες, πρόσωπα, σε πράγματα δηλαδή περισσότερο άυλα και κάπως υπερβατικά και όχι τόσο υλικά.

Ψάχνουν, δηλαδή, την «τέλεια» σχέση. Την «τέλεια» ιδεολογία. Την «τέλεια» δουλειά. Τον «τέλειο» σύζυγο. Τον «τέλειο» φίλο. Τον «τέλειο» συνεργάτη. Το πιάσατε, ελπίζω, το νόημα.

Υφίσταται, ωστόσο, το «τέλειο»; Όχι.

Την αλήθεια αυτή έχουν προσπαθήσει πολλοί να την εξηγήσουν σε αυτούς τους ανθρώπους, με άρθρα, διαλέξεις, εκπομπές, βιβλία. Σημασία εκείνοι.

Επιμένουν, σαν τους παλιούς κονκισταδόρες που έψαχναν το ανύπαρκτο Ελ Ντοράντο και στον διάβα τους μετέτρεψαν σε στάχτη και μπούρμπερη τη Νότια Αμερική, να αναζητούν ένα «τέλειο» που δεν υπάρχει, ενώ κάποιοι από αυτούς μετατρέπουν σε αποκαΐδια τη δική τους ζωή ή τις ζωές άλλων, στη διάρκεια αυτής της μάταιης αναζήτησης.

Δεν υπάρχει τίποτε του ανθρώπου που να είναι «τέλειο».

Αυτό ισχύει επειδή ο ίδιος ο άνθρωπος δεν είναι σε καμία περίπτωση «τέλειος», αλλά ελαττωματικός.

Ο άνθρωπος είναι μονίμως έρμαιο της (μωρο)φιλοδοξίας, των ενστίκτων, της κακίας αλλά και της καλοσύνης, των μικρών και των μεγάλων συμφερόντων, της μικρότητας, της βλακείας, της μικροψυχίας, των απόψεων και των τόσων πολλών άλλων του.

Αυτό το παρατηρούμε τόσο στον μικρόκοσμό μας (στην καθημερινότητά μας) όσο και στον μεγάλο κόσμο κάθε μέρα.

Για παράδειγμα, πόσα και πόσα τρομερά προβλήματα, που βασανίζουν για χρόνια (ακόμα και για ολόκληρους αιώνες) λαούς και λαούς σε όλες τις γωνιές της γης και ευθύνονται ακόμα και για το ξεκλήρισμα ολόκληρων εθνών, δεν θα είχαν λυθεί εάν δεν έμπαιναν στην μέση τα (μικρο)συμφέροντα του ενός ή του άλλου (και μάλιστα, σε τόσες πολλές περιπτώσεις, αυτός ο «ένας» και ο «άλλος» δεν ήταν καν ένα από τα αντιμαχόμενα μέρη, αλλά κάποιος τρίτος που έμπαινε στο παιχνίδι δια της πλαγίας οδού και προσπαθούσε να επωφεληθεί από τους τσακωμούς των υπολοίπων);

Ή, πάλι, πόσες και πόσες φορές δεν διαπιστώσατε, είτε στην δουλειά είτε στην παρέα είτε στην σχέση είτε στην οικογένειά σας, ότι μια δυσάρεστη, πνιγηρή, επιβλαβής, άβολη, κλπ, κατάσταση θα είχε μάλλον εύκολα αποφευχθεί ή λυθεί ή διαλυθεί εν τη γενέσει της, όμως αυτό δεν έγινε ποτέ γιατί δεν το προσπάθησε ή δεν το ήθελε ή δεν το σκέφτηκε (ή, ή, ή…) ο ένας ή ο άλλος ή ο παράλλος που είχαν την δύναμη ή την επιρροή ή την ευθύνη να το κάνουν και δεν το έκαναν ακριβώς επειδή επιθυμούσαν, σκέπτονταν, τους είχε επιβληθεί, κάτι άλλο, με ολέθρια σε κάποιες περιπτώσεις αποτελέσματα;

Δεν είναι τέλειος ο άνθρωπος. Πώς είναι δυνατόν να περιμένεις πως ένα μη τέλειο ον θα παράξει κάτι τέλειο;

Είναι τόσο απλό.

Αφήστε την «τελειότητα» στην ησυχία της ανυπαρξίας της. Ο άνθρωπος ήταν, είναι και για πάντοτε θα είναι, ελαττωματικός.

Όμως, αυτή ακριβώς είναι και η εποποιία της τραγωδίας της μικρής ζωής του. Το ότι συχνά καταφέρνει τόσα πολλά μεγάλα και σημαντικά και αξιομνημόνευτα ξεπερνώντας αυτήν την φύση του την ελαττωματική.

Τούτο, βέβαια, δεν τον κάνει τέλειο (κανείς δεν είναι τέλειος). Πάντοτε θα έχει ένα σωρό άλλα ψεγάδια που αργά ή γρήγορα θα φανούν. Αλλά, το να νικά έστω και για λίγο τον ίδιο του τον εαυτό και την στραβή φύση του, είναι κάτι το σπουδαίο και άξιο αναφοράς.

Ψυχιατρική, ψυχολογία, καχυποψία

Για αρχή, ας παραθέσω δύο ορισμούς (τους οποίους βρήκα μάλλον εύκολα και γρήγορα στο Ίντερνετ με ένα απλό Google search).

Ψυχιατρική: η μελέτη, διάγνωση και πρόληψη προβλημάτων της ψυχικής υγείας (οι ψυχίατροι είναι ιατροί με ειδικότητα στην ψυχιατρική).

Ψυχολογία: η μελέτη του τρόπου που σκέπτεται, δρα, αντιδρά και αλληλεπιδρά ο άνθρωπος, η οποία ασχολείται με όλες τις μορφές σκέψεων, συμπεριφοράς, κινήτρων και συναισθημάτων τα οποία οδηγούν στην συμπεριφορά αυτή.

Είναι διαφορετικά πράγματα, δηλαδή, το ένα με το άλλο. Αυτήν την τόσο απλή διαπίστωση (στην οποία έφτασα κάποτε κάνοντας ένα εξίσου απλό search στο Google και διαβάζοντας πέντε αράδες) μου πήρε πολύ χρόνο να την κάνω. Θα ομολογήσω ότι νόμιζα πως αυτά τα δύο ήταν το ίδιο. Ή τα συνέχεα, πίστευα πως το ένα είναι το άλλο.

Ίσως να έφταιγε το ότι τόσα χρόνια δεν αξιώθηκα να γνωρίσω έναν ψυχίατρο, να τον ρωτήσω τι ακριβώς συμβαίνει. Ο μόνος ψυχίατρος που ξέρω είναι αυτός στον οποίο συνεχώς κραυγάζουν ότι θα πάνε οι οπαδοί της ΑΕΚ. Μόνο ψυχολόγο έχω γνωρίσει (και μάλιστα παραπάνω από έναν και δεν μου είχε περάσει από το μυαλό να ρωτήσω κάποιον τους για αυτά τα θέματα).

Ό,τι και αν είναι, όμως, η ψυχιατρική και η ψυχολογία και η ψυχοθεραπεία (γιατί υπάρχει βέβαια και αυτή στο κάδρο), εγώ είμαι σταθερός σε μία άποψη: είμαι εξαιρετικά καχύποπτος απέναντί τους και, για τον λόγο αυτόν, δεν τις εμπιστεύομαι.

Προσοχή: δεν αμφισβητώ ότι σε πολλές περιπτώσεις ή μία ή η άλλη μπορούν να βοηθήσουν ή έχουν πράγματι βοηθήσει συνανθρώπους μας με προβλήματα. Κάθε άλλο και αναγνωρίζω πως είναι πράγματι πολλοί εκείνοι που καταφεύγουν σε ψυχιάτρους και ψυχολόγους για να βοηθηθούν, άρα όντως αυτές έχουν σημαντική προσφορά.

Η καχυποψία που τρέφω για αυτές εδράζεται στην ίδια την φύση του αντικειμένου τους, που δεν είναι άλλη από την ψυχή του ανθρώπου (το λέει και το όνομά τους, άλλωστε).

Το σκεπτικό μου είναι μάλλον απλό.

Είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος παρατηρεί, αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τον γύρω του κόσμο βάσει των πέντε του αισθήσεων και της λογικής του. Το βλέπω; Το μυρίζω; Το ακούω; Το ακουμπάω; Το χλαπακιάζω; Επιβεβαιώνεται λογικά; Άρα, είναι εκεί, υπάρχει, μπορώ να μιλήσω για αυτό, να γράψω για αυτό, να ασχοληθώ εν γένει με αυτό.

Έτσι, πάνω κάτω, λειτουργεί και η επιστήμη, που δεν ασχολείται με φανταστικά πράγματα, με «σου ‘πα, μου ‘πες», με δόγματα, με εικασίες, με τα «πιστεύω» του καθενός, αλλά με μετρήσιμα, απτά, υπαρκτά, επιβεβαιωμένα, τεκμηριωμένα, γεγονότα, στοιχεία, δεδομένα.

Έπειτα, όπως πάλι η επιστήμη, αμφιβολίες το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές. Αμφιβάλλω. Συνέχεια. Αμφισβητώ (τις ίδιες μου τις απόψεις, πρωτίστως και κυρίως), ρωτάω, μαθαίνω. «Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι». Η αμφισβήτηση και η αμφιβολία απέναντι (και) σε αυτό το ζήτημα ήταν για εμένα εκ των ων ουκ άνευ.

Η ψυχιατρική και η ψυχολογία, λοιπόν, έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη ψυχή.

Δηλαδή, κάτι μη υλικό, μη απτό, μη μετρήσιμο, μη έχον όρια.

Πώς παρατηρείς κάτι τέτοιο; Πώς το καλουπώνεις; Πώς το μετράς, ώστε έπειτα να βγάλεις και ασφαλή, στέρεα συμπεράσματα για αυτό;

Επαναλαμβάνω, έτσι, ότι ο λόγος που δεν τις εμπιστεύομαι δεν είναι άλλος από το ίδιο τους το αντικείμενο.

Την αχανή και απροσμέτρητη ανθρώπινη ψυχή, την δίχως όρια, την ικανή για το καλύτερο και το χειρότερο και όλα αυτά τα πασίγνωστα επικολυρικά μπούρου μπούρου που γράφονται και λέγονται συνήθως για αυτήν.

Το να προσπαθείς να χαρτογραφήσεις την ανθρώπινη ψυχή, όπως, καταλαβαίνω, επιχειρούν να κάνουν, με τον τρόπο και τα μέσα τους η καθεμία, η ψυχιατρική και η ψυχολογία, είναι σαν να προσπαθείς να φυλακίσεις τον άνεμο. Δεν γίνεται.

Αλλά, επειδή προηγουμένως δήλωσα ότι αμφισβητώ, τα πάντα και πρώτα απ’ όλα τον εαυτό μου τον ίδιο, μπορεί να κάνω και λάθος.