Πέντε αγαπημένα μου βιβλία

Μέχρι σήμερα σε αυτό το blog έχω αναφέρει ταινίες που είναι αγαπημένες μου όπως και ταινίες οι οποίες (ανεξαρτήτως αν τις αγαπώ ή όχι) «έγδαραν» την ψυχή μου, μαζί με συνήθειες που δεν έκοβα με τίποτα και συνήθειες που έκοψα, ενώ κάποτε στάθηκα και σε πράγματα που (θεωρώ πως) κάνουν τη ζωή άξια να τη ζεις.

Ούτε μία λέξη για βιβλία που μου αρέσουν, δηλαδή! Εκεί ήθελα να καταλήξω!

Στο post αυτό θα γράψω για πέντε βιβλία τα οποία μπορώ να πω ότι είναι τα πιο αγαπημένα μου (και πάντοτε θα επιστρέφω σε αυτά για μία ακόμη ανάγνωση, όσα νέα βιβλία και αν αγοράσω ή μου χαρίσουν και παρότι τα έχω διαβάσει τόσες και τόσες φορές!).

Πάμε!

1. Futebol: ο βραζιλιάνικος τρόπος ζωής (Άλεξ Μπέλος)

Με όχημα το ποδόσφαιρο και την απίστευτα μεγάλη αγάπη που, ως γνωστόν, τρέφουν για αυτό οι Βραζιλιάνοι, ο Βρετανός Άλεξ Μπέλος σκιαγραφεί το πορτραίτο της αχανούς πατρίδας τους. Ο «βασιλιάς των σπορ» είναι πανταχού παρών στις σελίδες, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση ο πρωταγωνιστής του βιβλίου – αυτός είναι η Βραζιλία, οι Βραζιλιάνοι και οι τρόποι τους. Σας διαβεβαιώ: δεν είναι ποδοσφαιρικό, αλλά λαογραφικό βιβλίο. Μπορώ να πω ότι θα το συνέστηνα ακόμη και σε μη μυημένους στο ποδόσφαιρο.

2. Άνθρωποι και ανθρωπάκια (Νίκος Τσιφόρος)

Πριν ανοίξω αυτό το βιβλίο, που πριν χρόνια μου το έκαναν δώρο, τον Νίκο Τσιφόρο τον ήξερα μόνο ως συγγραφέα αρκετών επιτυχημένων κωμωδιών μαζικής κατανάλωσης του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Διαβάζοντας τις μικρές αυτοτελείς του ιστορίες εκτίμησα την σκωπτική και διεισδυτική του ματιά και το εξαίρετο στυλ γραφής του και ανακάλυψα πως ο ίδιος ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που έως τότε νόμιζα. Κάποιες από τις ιστορίες του βιβλίου αυτού είναι υποδειγματικές, από άποψη δομής, χιούμορ, μηνυμάτων.

3. Έβενος, το χρώμα της Αφρικής (Ρίσαρντ Καπισίνσκι)

Τι τυχερός άνθρωπος ο Καπισίνσκι! Αυτός, ένας από τους πιο σπουδαίους δημοσιογράφους όλων των εποχών, βρέθηκε ως ανταποκριτής στην Αφρική στα τέλη της δεκαετίας του 1950 όταν, όπως ο ίδιος γράφει σε αυτό το βιβλίο, «ξημέρωσαν τα πιο φωτεινά, τα πιο ελπιδοφόρα χρόνια» αυτής της ηπείρου, με σκοπό να καταγράψει το τέλος της αποικιοκρατίας. Το αποτέλεσμα; Ένα θαυμάσιο πορτραίτο της Αφρικής και του Αφρικανού (που παράλληλα αποτελεί και ένα εξαίρετο μάθημα ρεπορτάζ και δημοσιογραφίας).

4. Το ποδόσφαιρο στον ήλιο και στη σκιά (Εντουάρντο Γκαλεάνο)

Επιστροφή στο ποδόσφαιρο, με ένα από τα πράγματι κορυφαία βιβλία που έχουν γραφτεί για αυτό! Όλες αληθινές είναι οι μικρές ιστορίες που παραθέτει ο μεγάλος Ουρουγουανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, γράφοντάς τις με τον δικό του μοναδικό τρόπο, αυτό το μείγμα ποίησης και ρεπορτάζ που έχω ζηλέψει (και, δεν το κρύβω, μιμηθεί όποτε μπόρεσα). Μέσα από αυτές, αναδεικνύεται η μεγαλοσύνη του «βασιλιά των σπορ» και, σίγουρα, του Ανθρώπου.

5. Έκφραση-Έκθεση: Θεματικοί κύκλοι για το Γενικό Λύκειο

Ναι. Πρόκειται για σχολικό βιβλίο. Το είχαμε στην ύλη μας στην 3η Λυκείου. Όταν τελείωσα το σχολείο το κράτησα. Ήταν το ότι έχει πολύ ωραία και καλοδιαλεγμένα κείμενα, το ότι οι θεματικοί κύκλοι που πραγματεύεται είναι εξόχως ενδιαφέροντες, το ότι… μου θυμίζει τα νιάτα μου (είκοσι χρόνια έχουν πια περάσει!) και, κυρίως, το ότι ήταν, ίσως, το ένα και μοναδικό βιβλίο από όλα όσα πέρασαν από τα χέρια μου σε εκείνα τα ατελείωτα σχολικά χρόνια που με έκανε να θέλω, διάολε, να διαβάσω «εκτός ύλης».

Κάρελ Γιάρουσεκ (Πανσερραϊκός)

Φέτος θα δούμε ξανά στην Α’ Εθνική, μετά από μία δεκαετία και βάλε, τον Πανσερραϊκό, έναν σύλλογο με μακρά και πλούσια ιστορία και προσφορά στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Οπότε, με αφορμή αυτό, είπα να γράψω ένα κείμενο για έναν από τους πρώτους ξένους παίκτες που φόρεσαν ποτέ την φανέλα των «λιονταριών». Ο λόγος για τον Κάρελ Γιάρουσεκ.

Πρόκειται για κεντρικό μέσο και μεσοεπιθετικό, ο οποίος έπαιξε στις Σέρρες μονάχα μία σεζόν, το 1985/86, αφήνοντας κατά γενική ομολογία καλές εντυπώσεις. Χρησιμοποιήθηκε σε 28 αναμετρήσεις, ενώ σκόραρε και 2 γκολ. Παρά τις προσπάθειες του ίδιου και των συμπαικτών του, πάντως, η ομάδα τους υποβιβάστηκε στη Β’ Εθνική.

Το 1952 ήλθε στον κόσμο ο Τσέχος (Τσεχοσλοβάκος, όταν ήλθε στον Πανσερραϊκό) άσος. Έχει πει ότι όταν ήταν μικρός του άρεσε πολύ και το χόκεϊ. Τελικά, όμως, ήταν η ποδοσφαιρική μπάλα εκείνη που τον κέρδισε.

Ξεκίνησε την σταδιοδρομία του από τις ακαδημίες της Μπλάνσκο της γενέτειράς του. Μεταπήδησε στα τμήματα υποδομής της Ζμπροϊόφκα Μπρνο και το 1971 πήγε στην Ντούκλα Τάμπορ, την ομάδα του στρατού, στο πλαίσιο της στρατιωτικής του θητείας.

Αφού απολύθηκε (και τρελάθηκε), το 1973, γύρισε στην Ζμπροϊόφκα Μπρνο, με την οποία τα επόμενα δέκα χρόνια πρωταγωνίστησε στα «σαλόνια» του τσεχοσλοβακικού ποδοσφαίρου, συμπληρώνοντας με τα χρώματά της 236 συμμετοχές στο πρωτάθλημα (με 51 γκολ) και κερδίζοντας μαζί της τον τίτλο του πρωταθλητή το 1978, τη δεύτερη θέση το 1980 και την τρίτη θέση το 1979.

Κατόπιν, αγωνίστηκε για άλλες δύο περιόδους με τη Ζμπροϊόφκα αλλά στη β’ κατηγορία πια και το 1985, όπως προείπαμε, εντάχθηκε στον Πανσερραϊκό. Όταν η θητεία του στα «λιοντάρια» ολοκληρώθηκε, εκείνος πήγε στην Αυστρία, όπου και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της καριέρας του παίζοντας κατά σειρά στις Στόκεραου, Βίνερ Νόισταντερ και Έιμπενσταϊν.

Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1995 και έπειτα δούλεψε ως πρώτος προπονητής, βοηθός προπονητής, γενικός αρχηγός και αθλητικός διευθυντής σε διάφορες τσεχικές ομάδες. Ένας από τους «σταθμούς» του ήταν και η Ζμπροϊόφκα Μπρνο, την οποία υπηρέτησε από προπονητικά και διοικητικά πόστα, ένα εκ των οποίων ήταν και… πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου!

Επίσης, δοκιμάστηκε και στον πολιτικό στίβο, καθώς από τον Νοέμβριο του 2003 και για έναν χρόνο βρέθηκε στα έδρανα της τσεχικής Βουλής ως γερουσιαστής (προερχόμενος από την πόλη του Μπρνο). Στις εκλογές της χώρας του 2010 διεκδίκησε εκ νέου το χρίσμα, αλλά δεν κατόρθωσε να το επανακτήσει.

Τέλος, σε εθνικό επίπεδο, ο τέως «Σερραίος», Κάρελ Γιάρουσεκ έλαβε μέρος σε 15 παιχνίδια της εθνικής ομάδας της ενιαίας Τσεχοσλοβακίας, σημειώνοντας και ένα γκολ.

Σκηνές από το αθηναϊκό μετρό #7

Όλα τα παρακάτω συμβαίνουν μέσα σε διάστημα ελάχιστων δευτερολέπτων. Μια κυρία, θα ήταν μεταξύ 50 και 60, στέκεται στην αρχή της κυλιόμενης προς τα κάτω σκάλας αλλά δεν κάνει απολύτως τίποτα, δεν προχωράει. Οι επιβάτες, που καταφτάνουν κύματα από τον συρμό που μόλις σταμάτησε και θέλουν να πάρουν τη σκάλα για να αλλάξουν αποβάθρα, την προσπερνούν από τα αριστερά (κάποιοι με μια έντονη ενόχληση, αφού έχει μπλοκάρει όλη την κίνηση) και συνεχίζουν. Βλέπω μια άλλη κυρία που ήδη κατεβαίνει με την κυλιόμενη να της φωνάζει με ένα χαμόγελο (προφανώς είναι οικείο της πρόσωπο) να πάρει την κυλιόμενη και να συνεχίσει. Εκείνη κάνει μια κίνηση με τα χέρια της του στυλ «άπαπα, δεν το κάνω εγώ αυτό» και πηγαίνει τελικά από τη σταθερή σκάλα δίπλα. Τότε κατάλαβα τι είχε γίνει: η κυρία απλώς φοβόταν να πάρει την κυλιόμενη σκάλα (μάλλον δεν την είχε χρησιμοποιήσει και τόσες πολλές φορές) και καθόταν στην αρχή της, εντελώς αναποφάσιστη και εν τέλει ανίκανη να αντιμετωπίσει αυτόν τον φόβο της.

Οι πόρτες του συρμού κλείνουν, αλλά αμέσως ξανανοίγουν, για να κλείσουν πάλι και να ξανανοίξουν έπειτα. Τι γίνεται; Η απάντηση ήρθε αμέσως, μετά το χαρακτηριστικό ηχητικό σήμα που παίζει κάθε φορά που ο οδηγός θέλει να στείλει ένα μήνυμα: «Για εσένα, που πήγες να μπεις ενώ έκλειναν οι πόρτες, καθυστερεί τώρα όλος ο συρμός». Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα οδηγό να μαλώνει επιβάτη (και στον ενικό κιόλας).

Κάθομαι στη θέση μου και σε δύο στάσεις (επιτέλους!) κατεβαίνω όταν μια κυρία που κάθεται απέναντί μου δείχνει προς τα εμένα και χαμογελάει. Καταλαβαίνω, από την κίνηση των χεριών και των ματιών της, ότι κάτι, εκτός συγκλονιστικότατου απροόπτου ζωντανό, είναι επάνω μου. Πράγματι, γυρνάω το κεφάλι μου και στον αριστερό ώμο μου καθόταν ένα μικρό έντομο, με πολύ χαρακτηριστικό σχήμα και κόκκινο χρώμα. Δεν ξέρω πώς το λένε. Ήμουν για εκείνη τη στιγμή το σπίτι του. Όταν κατέβηκα έφερνε ακόμα βόλτες επάνω μου. Με μία κίνηση του δαχτύλου μου του έκανα έξωση.

Τι κάψα είναι αυτή που έχουν τα βαγόνια του μετρό, ειδικά αυτές τις τελευταίες εβδομάδες που το καλοκαίρι είναι πια πυρακτωμένο!

Δίπλα μου μία κοπέλα διαβάζει ένα βιβλίο. «Η άλωση του Μακαλλέ», του Αντρέα Καμιλλέρι. Δεν ήξερα ούτε το βιβλίο ούτε τον συγγραφέα του. Χάρη σε αυτήν την άγνωστη στο μετρό, τα έμαθα (και απ’ ό,τι κατάλαβα αξίζουν, τόσο το βιβλίο όσο και ο δημιουργός του!).