Bad Moon Rising

Η φάση είναι γνωστή. Είναι εκείνα τα τραγούδια που τα ακούς χρόνια, πετάγονται μπροστά σου συνέχεια, αλλά δεν ξέρεις ποια είναι. Τίποτα το πρωτότυπο εδώ.

Για μένα, αυτό είναι ένα τέτοιο τραγούδι.

Κι επιτέλους, το βρήκα!

Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ.

* Το κείμενο αυτό το έγραψα στο πλαίσιο του Εαρινού Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής που διοργανώνει ο Γελωτοποιός. Το κείμενο είναι αναρτημένο και στην ιστοσελίδα του Γελωτοποιού, ο οποίος επέλεξε και την φωτογραφία.

Όταν είδα τον Χι εκείνο το βράδυ του Γενάρη, επιτέλους έμαθα. Και κατάλαβα.

Εδώ και τρία χρόνια ζούσα πια στο Χωριό. Είχα έλθει απεσταλμένος της Περιφέρειας και του Δήμου, ως γεωπόνος επιφορτισμένος με την καταγραφή και την επικαιροποίηση των στοιχείων των αγροτεμαχίων της περιοχής για τις σχετικές επιδοτήσεις των παραγωγών. Πολλή και ζόρικη δουλειά. Υπήρχαν, για να καταλάβετε, φορές που ξυπνούσα αχάραγα και γυρνούσα στο κρεβάτι μου βαθιά μέσα στη νύχτα.

Κι όμως. Ακόμα κι έτσι, κάποιες μέρες ο Χι και η υπόθεσή του πεταγόταν στη σκέψη μου όλη την ημέρα.

Την πρώτη εκείνη φορά που είδα τον Χι μου είχε περάσει αδιάφορα. Ένας συνηθισμένος, συμπαθέστατος γεράκος στην πρώτη ματιά, με τα κάτασπρα μαλλιά, το μουστακάκι του, τη μαγκούρα του, το σακάκι και την τραγιάσκα και την σιγανή, λίγο περίεργη, περπατησιά του. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που με πρωτοείδε με ρώτησε «τίνος είμαι» και του απάντησα.

Από την επόμενη μέρα, ωστόσο, με ρωτούσε πάλι και πάλι το ίδιο πράγμα κι εγώ απ’ την αρχή του ξαναέλεγα, λες και δεν του είχα απαντήσει την προηγούμενη φορά. Θα έπρεπε να έχω μαντέψει από το λίγο χαμένο ύφος του και το πόσο πολύ χρόνο του έπαιρνε να καταλάβει τι του έλεγα, ότι δεν ήταν τελείως καλά. Τα είχε χάσει. Γηρατειά, σκέφτηκα. Η Κοινότητα, έμαθα, είχε ορίσει έναν, δύο ανθρώπους να τον φροντίζουν, φαινόταν ότι μόνος του ήταν ανήμπορος. Από ένα σημείο και έπειτα προσπαθούσα να τον αποφεύγω όταν τον έβλεπα στον δρόμο – όχι τίποτ’ άλλο, βαριόμουν να ξαναλέω την προσωπική μου ιστορία απ’ την αρχή για πολλοστή φορά.

Μένοντας, όμως, στο Χωριό για καιρό και συνηθίζοντας στην καθημερινότητά του, παρατήρησα το εξής για τον Χι. Όλον τον χρόνο, κάθε μέρα, τον έβλεπες να περπατάει απ’ άκρη σ’ άκρη του Χωριού, να κάθεται στο παγκάκι απέναντι απ’ την εκκλησιά ή στην πλατεία ή πλάι στον μύλο, πάντοτε με το στόμα ανοιχτό, αμίλητος και χαμένος, αν και καμιά φορά έπιανε κάποια χωρίς κανένα απολύτως νόημα κουβέντα με κανέναν περαστικό ή με όσους έπιναν τον καφέ τους στο καφενείο (αν κατάφερνε να τους αναγνωρίσει).

Μια συγκεκριμένη μέρα του Γενάρη, ωστόσο, αυτή η, απαρατήρητη σχεδόν πάντα, παρουσία, γινόταν καπνός. Εξαφανιζόταν. Δεν τον έβρισκες πουθενά. Σαν να είχε ανοίξει η γη και να τον είχε καταπιεί. Για να εμφανιστεί ξανά την επόμενη μέρα λες και είχε ανοίξει ξανά η γη και τον είχε βγάλει έξω, ώστε να συνεχίσει τις αθόρυβες βόλτες του και τις ανούσιες συζητήσεις του.

Ένα βράδυ στο καφενείο του Χωριού, εκεί που βλέπαμε αγώνα στην τηλεόραση με τους χωριανούς, σε κάποια φάση ρώτησα για τον Χι, με ένα χαμόγελο για τον περίεργο αυτό γέρο που τα ‘χει χαμένα – γιατί εξαφανίζεται εκείνη την ημέρα και δεν τον βρίσκει κανείς πουθενά; «Άσ’ τον στην ησυχία του αυτόν. Κάποια πράγματα μην τα πολυσκαλίζεις. Δεν χρειάζεται», μου απάντησε ο Άλφα, που όταν ήθελε κάτι να σου ξεκόψει είχε ακριβώς τον τόνο και το ύφος με το οποίο μου είχε απαντήσει.

Δεν πτοήθηκα. Πήγα σε άλλους και ρώτησα. Στον Βήτα, στην Γάμμα, στον Δέλτα, στην Έψιλον. Σε ανθρώπους, κατά τ’ άλλα, λαλίστατους, όταν επρόκειτο να κουτσομπολέψουν τους γειτόνους τους ή τους συγγενείς τους. Αλλά, για το ζήτημα αυτό, σιωπή ή, στην καλύτερη περίπτωση, πάντα η ίδια απάντηση, κολλημένος στίχος από τραγούδι σε χαλασμένο γραμμόφωνο: «Κάποια πράγματα μην τα πολυσκαλίζεις. Δεν χρειάζεται».

Φυσικά όλοι ήξεραν, ήταν κάτι παραπάνω από προφανές, μα δεν μου έλεγαν. Κι όσο μου αρνούνταν την πρόσβαση σε αυτό που ήθελα να μάθω, τόσο πιο πολύ εγώ ήθελα να το μάθω. Έτσι δεν πάει, συνήθως; Όταν αρνείσαι από κάποιον κάτι, τόσο πιο πολύ αυτός το ψάχνει αυτό το «κάτι» που θέλει.

Αφού οι χωριανοί δεν μου έδιναν τις πληροφορίες που ήθελα, πήγα εκεί από όπου με είχαν στείλει, στην Πόλη, την απρόσωπη και αδιάφορη για τον διπλανό. Μια μέρα που κατέβηκα εκεί για να παραδώσω κάποια αρχεία για τα αγροτεμάχια, έπιασα τον Ζήτα, που ήξερε, τόσα χρόνια στην Περιφέρεια και στα χωριά, μέχρι που βρίσκεται και η τελευταία πέτρα στις ξερολιθιές των χωραφιών και τον ρώτησα.

«Α, αυτός; Μην τον βλέπεις έτσι γλυκούλη, αθώο, απροστάτευτο γεράκο. Κάποτε ήταν αλλιώς. Είχε παντρευτεί την Μι, μια χωριανή του, όμορφο κορίτσι, τον αγαπούσε. Της έκανε τη ζωή της κόλαση». Δηλαδή; «Την έβριζε, την χτυπούσε, την απατούσε, την είχε όλη μέρα στο σπίτι να κάνει δουλειές σαν να ‘ταν η σκλάβα του. Άσε… Αυτά κι άλλα πολλά, αν αρχίσω να σου λέω δεν θα τελειώσουμε ποτέ». Και τελικά τι έγινε; «Αυτή αυτοκτόνησε. Δεν άντεξε άλλο. Έπεσε στο πηγάδι του Χωριού και πνίγηκε. Από τότε τα ‘χασε τα λογικά του αυτός και γυρνάει σαν την άδικη κατάρα δεξιά κι αριστερά κάθε μέρα, βάρος πάνω στη γη».

Επιτέλους είχα μάθει πέντε πράγματα παραπάνω για τον Χι. Ναι, αλλά γιατί εκείνη την συγκεκριμένη μέρα χανόταν από προσώπου γης; «Αυτό, φίλε, δεν το ξέρω». Αδιέξοδο πάλι.

Μόνο μια λύση έμενε πια. Μου είχαν πει να μην τα πολυσκαλίσω τα πράγματα, αλλά η περιέργειά μου ήταν πιο δυνατή απ’ τις συμβουλές τους. Έκανα υπομονή σχεδόν έναν χρόνο και εκείνη την ημέρα του Γενάρη έστησα καραούλι έξω από το σπίτι που ήξερα ότι έμενε ο Χι. Θα τον ακολουθούσα για να δω και να μάθω, επιτέλους, τι συμβαίνει.

Πράγματι, λίγο πριν πέσει η νύχτα, βγήκε από το σπίτι του και ξεκίνησε να βαδίζει προς τα χωράφια έξω απ’ το Χωριό. Στο κατόπι του, από απόσταση και όσο πιο αργά και αθόρυβα γινόταν για να μην με προσέξει, εγώ. Για Γενάρη, ο καιρός ήταν πολύ καλός – ξάστερη θα ήταν η νύχτα, χωρίς αέρα και πολύ κρύο.

Είχα τα μάτια μου στραμμένα πάνω του και δεν πρόσεχα και τόσο προς τα που πηγαίναμε. Όσο προχωρούσαμε, όμως, αναγνώρισα σιγά σιγά τον περιβάλλοντα χώρο και τον δρόμο, που φωτίζονταν απ’ το ελάχιστο, τελευταίο φως της ημέρας – το κατάλαβα από κάτι χωράφια που είχα πάει πριν μερικές μόνο μέρες να καταγράψω. Ήταν ο δρόμος που οδηγούσε στο παλιό πηγάδι του Χωριού.

Σε κάποια φάση ο Χι έφτασε στο πηγάδι. Σταμάτησε μπρος του. Για καλή μου τύχη, είχε κάτι ψηλά χόρτα σε ασφαλή και με καλή ορατότητα απόσταση – κρύφτηκα εκεί και περίμενα.

Ο Χι είπε, με τη φωνή του, αν διέκρινα καλά, να τρέμει, μόνο μια λέξη: «Έλα».

Μέσα από το παμπάλαιο, χορταριασμένο πηγάδι, υψώθηκε τότε μια γυναικεία μορφή. Ένα νέο, όμορφο κορίτσι, με μουσκεμένα τα μαλλιά και τα ρούχα, τα μάτια μαύρα και απόκοσμα κάτωχρο το δέρμα, που κάποτε τον αγαπούσε και τον παντρεύτηκε αλλά δεν τον συγχώρησε και, με λίγη βοήθεια από τις φίλες της τις Ερινύες, που το άδικο δεν το γουστάρουν καθόλου, τον είχε εκδικηθεί παίρνοντάς του τα λογικά και τον είχε κάνει και τον ίδιο ένα φάντασμα.

Κι εκείνος, είχε έρθει ξανά να της ζητήσει πάλι το ίδιο πράγμα, πάλι την ίδια μέρα, ανήμερα του θανάτου της. Να τον συγχωρέσει.

Ποτέ δεν θα τον συγχωρέσει. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Στον αιώνα τον άπαντα.

Σκάσε και κολύμπα!

* Το κείμενο αυτό το έγραψα στο πλαίσιο του Εαρινού Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής που διοργανώνει ο Γελωτοποιός.

Ρε μαλάκα! Μπορείς να μου πεις γιατί δεν κάθεσαι να γράψεις κάτι;

Τι πήγες τότε σε αυτό το συνεργείο δημιουργικής γραφής και το πληρώνουμε, αν είναι να μην ασχολείσαι, να μην προσπαθείς, να κάθεσαι και να μην κάνεις ούτε καν τις ασκήσεις που σας βάζουν εκεί πέρα; Κάτσε γράψε τίποτα! Τεμπελόσκυλο!

Τι «writer’s block» και μαλακίες τσαμπουνάς, μωρέ; Τεμπελιά λέγεται! Σπαρίλα, τεμπελιά, νωθρότητα, όπως θες πες το. Αυτό είναι. Όχι writer’s block (μου ‘μαθες και το writer’s block, μη χέσω).

Writer’s block δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να είναι, ρε τεμπέλη, αφού έχεις τόσες και τόσες ιδέες και συνεχώς βρίσκεις κι άλλες. Προχθές δεν σκεφτόσουν εκείνο το ωραίο θέμα; Ή τις προάλλες δεν σου είχε έρθει εκείνη η άλλη, φοβερή ιδέα; Δεν είναι ότι δεν έχεις για τι να γράψεις, λοιπόν – είναι ότι βαριέσαι να κάτσεις να γράψεις, να αναπτύξεις τις σκέψεις σου, να σκεφτείς, να δημιουργήσεις με λίγα λόγια.

Τεμπελιάζεις. Αυτό είναι!

Ρε συ, όσο κουρασμένος και να είσαι από την καθημερινή δουλειά, ακόμα και αν γυρνάς με το κεφάλι καζάνι κάθε μέρα, να ξεκουράζεσαι αλλά όχι συνέχεια να αφήνεσαι στις εύκολες λύσεις, που ναι μεν δεν θα σε πιέσουν παραπάνω αλλά δεν θα γυμνάσουν και το μυαλό σου. Θέλει και δουλειά.

Π.χ., κάθεσαι και παίζεις όλη την ώρα videogames, ρε μαλάκα! Εντάξει, φυσικά και να παίξεις, χρειάζεται που και που και τούτο, δεν λέω, αλλά όχι μόνο αυτό! Όχι μόνο μέχρι εκεί. Όχι αυτό να είναι το μόνο με το οποίο θα απασχολείς το μυαλό σου εκτός της καθημερινότητας που δεν τη νοιάζει τίποτα. Δεν είναι καλό, ρε φίλε! Δεν είναι καλό.

Κι ούτε διαβάζεις κιόλας, να δεις πέντε πράγματα παραπάνω – πώς γράφουν, πώς δομούν το θέμα, πώς το χειρίζονται, τρόπους, τεχνοτροπίες, λέξεις, φράσεις. Δεν είπατε κι εκεί πέρα στο συνεργείο ότι το «κλέψιμο» είναι μια πολύ σημαντική αρχή και «όπλο» για έναν συγγραφέα; Το ‘χεις παρατήσει και το διάβασμα. Παλιά άνοιγες καμιά σελίδα κι όχι που και που – με ένα βιβλίο ήσουν συνεχώς στο χέρι, ακόμα και στην τουαλέτα ρε! Τώρα είσαι πολύ τεμπέλης και για αυτό.

Και, στην τελική, εσύ δεν έλεγες ότι θες να πας στο Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής γιατί κάτι έχασες; Είχες πει: παλιά έγραφες και η λούπα της ενήλικης ζωής σού «στέγνωσε» το μυαλό, σού ‘σβησε εκείνη τη σπίθα που τρεμόπαιζε από πάνω σου και σου οδηγούσε το χέρι. Ακόμα και τότε, που τα κείμενά σου ήταν ένα χάλι μαύρο, τουλάχιστον έγραφες – δημιουργούσες, διαμόρφωνες, έκανες μια μικρή πνευματική γυμναστική.

Και τότε έπαιζες παιχνίδια στον υπολογιστή. Αλλά δεν ήταν ως εκεί η ζωή σου. Δημιουργούσες παράλληλα – έφτιαχνες κόμικς (τα θυμάσαι τα κόμικς σου ρε μαλάκα; Δεν βλέπονταν σχεδιαστικά, αλλά τι γαμάτα που ήταν!), έγραφες βιβλία ολόκληρα με τους φίλους σου για ήρωες, άφηνες τη φαντασία σου ελεύθερη και εκείνη η σπίθα σε οδηγούσε.

Και τώρα είπες να πας στο Συνεργείο μπας και ανάψει ξανά εκείνη η σπιθίτσα. Μπας και βρεις την έμπνευση ξανά. Μπας και, βλέποντας και μαθαίνοντας δύο τρία πράγματα, ξαναβρείς τον χαμένο θησαυρό.

Αλλά, όχι! Τεμπελιάζεις, σου ξαναλέω. Αφήνεσαι. Και πού; Σε ό,τι χειρότερο: στα εύκολα. Τηλεόραση, σειρές, μαλακοβιντεάκια στο YouTube και videogames. Δεν θες να βασανιστείς, φίλε.

Να! Μόλις είπες και κάτι σωστό! Είναι πιο εύκολο το να κάνεις load το σωσμένο campaign στο FIFA και να πάρεις το πρωτάθλημα με τη Μπάρτσα απ’ το να κάτσεις, να βάλεις κάτω την ιδέα σου, να τη χτυπήσεις σαν χταπόδι μέχρι να μαλακώσει και να την πλάσεις μετά όπως θες, βγάζοντας κάτι που για κάποιους μπορεί να είναι όμορφο, για κάποιους όχι, αλλά θα είναι κάτι. Μια δημιουργία ΣΟΥ. Κόπος και δουλειά πνευματική.

Τι; Πάλι αραδιάζεις δικαιολογίες; Τις ίδιες μαλακίες περί κούρασης και έλλειψης έμπνευσης λες πάλι, ρε; Κόφ’ το! Κόφ’ το, λέμε! Τέτοιες μπούρδες μπορείς να βρεις και να πεις πολλές – δεν σε φοβάμαι εσένα, έχεις μπόλικες. Ένα σωρό δικαιολογίες για να μην κάτσεις να κάνεις δουλειά. Όλα αυτά τα χρόνια αυτό έκανες. Εκεί κατέφευγες.

Έτσι χάθηκε, ρε, η σπίθα. Που λες ότι χάθηκε, μάλλον. Δεν χάθηκε, έτσι γενικά κι αόριστα. Εσύ την έχασες. Εσύ την έσβησες. Αντί να την θρέψεις να θεριέψει, να γίνει φωτιά να καίει για πάντα, την κατούρησες από πάνω με την τεμπελιά σου κι έσβησε. Έτσι έγιναν τα πράγματα! Μην μου παριστάνεις εμένα τον τρελό.

Το ξέρεις καλά. Οι δικαιολογίες όλες αυτές που λες δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά κοροϊδία – του εαυτού σου, πρώτ’ απ’ όλα. Τον εαυτό σου κοροϊδεύεις. Χωρίς δουλειά δεν γίνεται τίποτα, πουθενά. Δεν λέει κάτι το ότι πήγες στο Συνεργείο – χωρίς δουλειά, δεν προχωράς.

Γι’ αυτό σου λέω. Σταμάτα να τεμπελιάζεις, παλουκώσου κάτω και ξεκίνα να δουλεύεις. Να διαβάζεις. Να συζητάς. Να δεις καμιά ταινία πιο «δύσκολη». Να γυμνάζεις γενικά το νου και το πνεύμα σου. Και να γράφεις. Μόνο έτσι θα ξαναβρείς κάτι απ’ όσα χάθηκαν. Μόνο με δουλειά. Όλα τ’ άλλα είναι να ‘χαμε να λέγαμε!

Σκάσε και κολύμπα στον ωκεανό σου! Μόνο έτσι θα φτάσεις στο νησί του θησαυρού!