Ποιος ποιος ποιος, της μπάλας ο Θεός!

* Το κείμενο αυτό το έγραψα στο πλαίσιο του Εαρινού Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής που διοργανώνει ο Γελωτοποιός.

Pin by Manal 🎵🎶🦋 on The god of highschool | Soccer ball, Soccer, High  school

Λένε, πως αυτός γεννιέται με μια μπάλα ποδοσφαίρου στα πόδια. Εγώ, να σας πω, λογικό το βρίσκω. Το έχουν γράψει, άλλωστε, τόσοι σοφοί. Δεν ξέρουν αυτοί;

Μεγαλώνει και το μόνο που θέλει είναι να κλωτσάει αυτήν την μπάλα. Την κλωτσάει μόνος ή με τους άλλους. Σε αλάνες, προαύλια σχολείων, χωράφια, όπου βρει. Δεν τον ενοχλεί που η μπάλα κάποτε είναι πατημένο τενεκεδάκι αναψυκτικού, ή μια κάλτσα γεμισμένη με άλλες κάλτσες, ή μία μικρή πέτρα, ή ένα πορτοκάλι.

Αλλού είναι η ουσία. Στο ότι η μπάλα και αυτός θα είναι για πάντα αχώριστοι, αυτοκόλλητοι, σαν τα αυτοκόλλητα χαρτάκια που (εκείνος δεν το ξέρει ακόμα, αλλά) χρόνια αργότερα τα παιδιά θα τα ψάχνουν σαν το πιο πολύτιμο ορυκτό γιατί θα έχουν πάνω τους το πρόσωπό του.

Το πρόσωπό του! Να το δείτε πώς φωτίζεται κάθε φορά που κλωτσάει αυτή τη μπάλα! Γιατί το ξέρει. Από τώρα το ξέρει. Ο προορισμός ζωής του θα είναι αυτή η μπάλα. Κι έχει δίκιο.

Στο φωτισμένο του πρόσωπο κάποιοι, λίγοι, βλέπουν ένα πρώιμο, αχνό φωτοστέφανο. Ξέρουν ότι περί αυτού πρόκειται, αλλά ακόμα δεν τολμάνε να το πουν. Είναι λίγο νωρίς. Αλλά το γνωρίζουν – κι εκείνος το ίδιο.

Τα βράδια, ξύπνιος, είναι αγκαλιά με την παντοτινή φίλη του τη μπάλα. Ονειρεύονται, με τα μάτια ορθάνοιχτα, όλα εκείνα που θα καταφέρουν μαζί. Αυτές είναι οι αναμνήσεις του μέλλοντός τους – αναμνήσεις, σαν αυτές που σ’ αυτό το ίδιο μέλλον θα δημιουργήσουν οι ντρίμπλες και τα γκολ του.

Όσο περνά ο καιρός γίνεται ολοένα και πιο καλός με τη μπάλα στα πόδια! Σ’ αυτό τον έχει, βέβαια, βοηθήσει το ότι εδώ και μερικά χρόνια είναι μέλος της ακαδημίας κάποιας ομάδας, οι παράγοντες της οποίας τον είδαν κάποια μέρα να παίζει, ή σε μία αλάνα ή σε κάποιο τουρνουά με το σχολείο ή σε κάποιο τοπικό πρωτάθλημα πλάι σε παίκτες τρεις φορές την ηλικία του και κατάλαβαν ότι ανακάλυψαν διαμάντι. Και τα διαμάντια είναι παντοτινά, αν γίνει σωστά η επεξεργασία – το ξέρουν αυτό και γι’ αυτό τον παίρνουν κοντά τους.

Εδώ που ήρθε, όμως, δεν είναι πια Κάνσας. Δεν είναι πια αλάνα. Τώρα αγωνίζεται. Δεν είναι παιχνίδι. Είναι σκάλες και για να τις ανέβει θέλει κόπο. Αλλά τα καταφέρνει. Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Δεν σταματά. Το «χτίσιμο» το καλό θέλει προσπάθεια – μάστορας αλλά και έργο, ο ίδιος ο εαυτός του.

Και θα ‘ρθει κάποτε η ώρα εκείνη που θ’ αφήσει τους «μικρούς» και θα πάει στους «μεγάλους». Ο διορατικός προπονητής, που δούλεψε αυτό το διαμάντι και ξέρει, θα του δώσει αυτήν την ευκαιρία. Και δεν θα μείνει μονάχα εκεί. Αυτός είναι που θα τον βάλει και να παίξει για πρώτη φορά με τη Μεγάλη Ομάδα, στο Μεγάλο Γήπεδο, σε ένα μικρό ή μεγάλο Ματς.

Αυτό ήταν! Ποιο ματς είναι, δεν έχει σημασία. Εκείνος μόνο την ευκαιρία χρειαζόταν. Γιατί ήταν έτοιμος από καιρό και θαρραλέος. Εκείνος και η φίλη του θέλουν να δείξουν τι μπορούν να κάνουν και είναι πανέτοιμοι. Άλλωστε, μαζί, αχώριστοι, δεν γεννήθηκαν; Τώρα όλοι θα το δουν και θα το μάθουν.

Την φωνάζει. Εκείνη έρχεται αμέσως και του λέει: «Γενηθήτω το θέλημά Σου». Οι οπαδοί τώρα κραυγάζουν με θαυμασμό: «Ρε, της μιλάει!».

Παίρνει τη μπάλα. Κάνει μία ωραία ντρίμπλα και μία ωραία κίνηση. Βάζει ένα ωραίο γκολ. Τώρα το γήπεδο θα σηκωθεί στο πόδι και θα φωνάξει το όνομά του, οι εφημερίδες θα γράψουν διθυράμβους και οι οθόνες δεν θα χορταίνουν να παίζουν σε ριπλέι τα γκολ του, πάλι και πάλι και πάλι.

Τώρα είναι που θα συμβεί η θεογονία (χωρίς ωδίνες τοκετού ή κεραυνούς και κρότους αλλά με τραγούδια και συνθήματα).

Τώρα γεννιέται ο Θεός της μπάλας, ο Θεός της Κυριακής, η Χαρά του κόσμου!

Άλογα πράγματα

* Το κείμενο αυτό το έγραψα στο πλαίσιο του Εαρινού Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής που διοργανώνει ο Γελωτοποιός.

Στρατιώτες, αμέτρητοι, μια θάλασσα χακί, τρέχουν.

Λοχίες, ανθυπασπιστές, οπλίτες, δεκανείς, ταγματάρχες, τώρα όλοι τρέχουν, ανάκατα. Κοιτά βαθμούς ο θάνατος;

Πάνε όλοι στη θάλασσα. Από κάπου μακριά έρχεται ο ήχος των αρμάτων, που τους έχουν βάλει στόχο. Κάποιοι όλμοι σκάνε δίπλα τους. Τώρα είναι που πρέπει να τρέξουν πιο γρήγορα.

Η αμμουδιά! Να τη! Θάλαττα! Θάλαττα! Να και τα πλοία τα μεταγωγικά. Εκεί πρέπει να πάνε.

Αυτή είναι η διαταγή, αυτό και το σχέδιο. Τα μεταγωγικά θα τους πάρουν από αυτήν την καταραμένη γη στην οποία τόσο πολύ είχαν πολεμήσει πριν χάσουν και θα τους πάνε απέναντι, στην γη των φίλων, των συμμάχων.

Κι αν γλιτώσουν από τα κανόνια, τους όλμους, τα τουφέκια και τα πολυβόλα των εχθρών, μπορεί και να πάνε σπίτι τους. Πρώτα όμως πρέπει να μπουν στα μεταγωγικά. Και γρήγορα.

Πρέπει να μπουν συντεταγμένα στα πλοία. Υποχώρηση μεν, όχι άτακτη δε. Τώρα παρατάσσονται στην ακτή. Διμοιρίες, λόχοι, τάγματα, συντάγματα. Ίσια γραμμή. Φωνές, παραγγέλματα. Προχωρούν. Αρχίζουν να μπαίνουν στα πλοία. Ο εχθρός ολοένα και πλησιάζει.

Κι αυτά τα άλογα εκεί δίπλα, τι είναι; Α, είναι το ιππικό! Όσοι γλίτωσαν, δηλαδή, δεν πρέπει να είναι πάνω από τριάντα. Εκείνοι έφθασαν πρώτοι στην παραλία, πιο γρήγορα πάνω στ’ άλογα. Οι στρατιώτες έχουν ξεπεζέψει, έχουν αφήσει τα ζώα κι έχουν φύγει κι αυτοί πια προς τα πλοία. Οι εχθροί καταφτάνουν.

Μόνο ένας υπίλαρχος μένει πίσω. Στέκεται μπροστά στα άλογα. Δεν υπάρχει χρόνος. Βγάζει το πιστόλι του, το γεμίζει και αρχίζει να σκοτώνει τα ζώα. Ένα ένα. Με μια σφαίρα στο κεφάλι, εξ επαφής.

Σε λίγο όλα έχουν τελειώσει. Βάζει το πιστόλι στη θήκη και τρέχει κι αυτός να μπει στα πλοία. Στον ορίζοντα εμφανίζονται τα πρώτα άρματα του εχθρού. Αλλά, τώρα, πλέον, δεν τους προλαβαίνουν. «Σαλπάρουμε!», ακούγεται κάποιος να φωνάζει.

Ένας στρατιώτης, πολύ νέος, κοιτά έξω από το μικρό φινιστρίνι του μεταγωγικού την έρημη παραλία. Μάλλον (όχι μάλλον, σίγουρα) σκέφτεται ότι τα κατάφεραν. Του λείπει το σπίτι του.

Το βλέμμα του, όπως τριγυρνά στην αμμουδιά, πέφτει πάνω στα νεκρά άλογα (περίπου τριάντα, όχι παραπάνω). Κάνει έναν μορφασμό, ίσως δυσπιστίας. Παραξενεύεται. Ρωτάει δίπλα του τον ανθυπασπιστή του.

– Τα άλογα. Γιατί; Γιατί τα σκότωσαν;

– Έπρεπε. Δεν έχουμε πολύ χώρο.

– Δεν μπορούσαν να τα αφήσουν στους αγρούς που περάσαμε;

– Και να πέσουν στα χέρια των Άλλων; Κι αυτά όπλα δεν είναι; Πιο καλά έτσι. Απ’ το να τα ‘χουν οι Άλλοι…

Ο στρατιώτης σκέπτεται: «Ε, βέβαια. Λογικό».

Στον ορίζοντα φαίνονται οι πρώτες κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες των συμμάχων. Έχουν σωθεί.

Ή μήπως δεν υπάρχει σωτηρία;

Schweizer im Schatten

* Το κείμενο αυτό το έγραψα στο πλαίσιο του Εαρινού Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής που διοργανώνει ο Γελωτοποιός. Είναι γραμμένο με την «μέθοδο Σβάιτσερ» (για την οποία μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ). Η λέξη που έπρεπε να χρησιμοποιήσω ήταν η λέξη «σκιά». Ο τίτλος του κειμένου σημαίνει «Ο Σβάιτσερ στη σκιά» (ή, τέλος πάντων, αυτό μου είπε το Google Translate, καθότι μη γερμανομαθής).

1. Εγώ και η σκιά μου; Αχώριστοι είμαστε! Πάει όπου πάω, κάνει ό,τι κάνω. Μικραίνει ή μεγαλώνει αναλόγως του πώς στέκομαι κόντρα στο φως. Είμαστε αλληλένδετοι. Η σκιά μου είναι από και σαν εμένα – εγώ, όμως, δεν είναι.

2. Και παιχνίδια παίζουμε με την σκιά μου, αμέ! Τα γνωστά. Κάνεις χορευτικές φιγούρες και βλέπεις τη σκιά σου που κι εκείνη «χορεύει». Ή την φωτογραφίζεις έτσι όπως φαίνεται σε έναν άδειο δρόμο με καλή προοπτική και το κάνεις επιτυχημένο post στο Instagram. Ή το άλλο, που κάνεις τα δάχτυλα του ενός χεριού σου σαν κεφάλι σκύλου και με τη λάμπα από πίσω στήνεις επιτόπου «θέατρο σκιών» πάνω στον τοίχο.

3. Α, αυτό το τελευταίο παιχνίδι το έπαιζα μικρός με φίλους και σκαρώναμε ολόκληρες ιστορίες. Το παίζω ακόμα, όταν η στιγμή απαιτεί αστείο. Εντάξει, είναι λίγο απλό και παιδικό παιχνίδι, αλλά απ’ το να βλέπεις τηλεόραση; Πιο εποικοδομητικό.

4. Γενικά, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η σκιά είναι κάτι καλό. Ως και προϋπόθεση ζωής είναι, καμιά φορά. Φαντάσου να περπατάς κάθιδρος και εξαντλημένος στην έρημο Σαχάρα, να ψήνεσαι στους 50 βαθμούς και ξαφνικά ένα μοναχικό, μοναδικό δέντρο βρίσκεται μπροστά σου. Τι θα κάνεις; Θα πας στη σκιά του. Θα προστατευτείς. Θα δροσιστείς. Θα ζήσεις.

5. Δεν μου το βγάζει κανείς απ’ το μυαλό ότι κομμάτι αυτού που λέμε «ανθρώπινος πολιτισμός» χτίστηκε κάτω από τη σκιά ενός δέντρου. Εκεί, εδώ και χιλιάδες χρόνια, άνθρωποι αντάμωναν, ξαπόσταιναν, μιλούσαν, γνωρίζονταν, αντάλλασσαν αγαθά και, το κυριότερο, ιδέες.

6. Ή, πάλι, πόσα ποιήματα δεν γράφτηκαν κάτω από την απαλή δροσιά της σκιάς ενός δέντρου; Ή μυθιστορήματα, ή άλλα έργα. Εδώ ο Νεύτωνας ολόκληρο νόμο της βαρύτητας ανακάλυψε στη σκιά εκείνης της μηλιάς! Την ηρεμία και χαλάρωσή του στη σκιά θα την τάραξε, βέβαια, το μήλο που του ήρθε κατακέφαλα, αλλά χαλάλι. Πήγε μπροστά το ανθρώπινο πνεύμα.

7. Μιας και μιλάμε για πολιτισμό και τέχνη, μια σκιά δεν ήταν η πρωταγωνίστρια μιας από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές που γέννησε η ανθρώπινη φαντασία; Είναι η στιγμή εκείνη που ο Οδυσσέας, ευρισκόμενος στον Άδη, βλέπει τη σκιά (το φάντασμα) της νεκρής μητέρας του, την αναγνωρίζει και τρέχει να την αγκαλιάσει. Προσπαθεί, προσπαθεί, προσπαθεί, αλλά δεν μπορεί. Πώς να αγκαλιάσεις το τίποτα, την σκιά; Αυτή η σκηνή μου έχει μείνει, μέσα από τους χιλιάδες στίχους αυτού του έργου – σπαρακτική όσο λίγες.

8. Ακόμα και την ώρα έβρισκαν κάποτε οι άνθρωποι με τη σκιά. Έβλεπαν πού έπεφτε το φως του ήλιου, σε ποιο κλαδάκι, σε ποια πέτρα, σε ποια κορυφή δέντρου, πρόσεχαν την κάθε λεπτομέρεια και καταλάβαιναν τι ώρα είναι, με ακρίβεια δευτερολέπτων ή μερικών λεπτών. Εκπληκτικό.

9. Αυτό το τελευταίο μου το ‘πε κάποτε ένας ηλικιωμένος φίλος Ναξιώτης. «Ντρόσασμα» την λένε τη σκιά εδώ στη Νάξο. Από το «δρόσισμα». Κοιτούσαν πού πέφτει το «ντρόσασμα» κι έλεγαν την ώρα. Ωραίο, αλλά ως προς την ακρίβεια της μεθόδου δεν τον πίστεψα. Τον ρώτησα κάμποσες φορές τι ώρα είναι, όσο καθόμασταν μαζί. Από κάποιο σημείο κι έπειτα σταμάτησα να ρωτάω, ήταν αδύνατον να τον νικήσω.

10. Πολύτιμη, λοιπόν, η σκιά. Κι από τα πιο όμορφα πράγματα είναι να κάθεσαι από κάτω της. Κι αν είναι και σκιά πλατάνου, με το ποταμάκι δίπλα να ακούγεται να τρέχει, είναι το κάτι άλλο. Αν έχει μείνει δεντράκι και ποταμάκι για να κάτσεις, φυσικά, γιατί όλα σιγά σιγά αρχίζουν και τα μπαζώνουν για να χτίσουν ξενοδοχεία. Εκεί η σκιά θα προέρχεται από τις ομπρέλες και οι παφλασμοί και φλοίσβοι από τις βουτιές στην πισίνα.

11. Ως και δίκη έγινε κάποτε για την σκιά! Την ξέρετε την ιστορία; Στ’ αρχαία χρόνια, κάπου στην Ελλάδα, ένας κύριος νοίκιασε ένα γαϊδούρι για να μεταφέρει τα υπάρχοντά του από μια πόλη σε μιαν άλλη – ήταν κατακαλόκαιρο, το τοπίο έρημο και άνυδρο και όταν έκαναν μια στάση στον δρόμο ο ήρωάς μας κάθισε στη σκιά του ζώου για να ξεφύγει από τον ήλιο, αλλά ο ονηλάτης του ζήτησε τα ρέστα! «Εγώ σου νοίκιασα μόνο τον γάιδαρό μου, κύριος. Αν θες να εκμεταλλευθείς και την σκιά του, θα πρέπει να την πληρώσεις χώρια», του είπε. Οι δύο άνδρες πήγαν στα δικαστήρια για το θέμα, τσακώθηκαν για μια σκιά. Από αυτήν την ιστορία βγήκε η ιδιωματική φράση «περί όνου σκιάς», που σημαίνει «για κάτι εντελώς ασήμαντο» και την λέμε στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχει τσακωμός για το τίποτα.

12. Για την ιστορία, ενώ οι δύο τύποι φαγώνονταν στο δικαστήριο, λέει, ένας άλλος έξω από αυτό σκότωσε το καημένο το γαϊδουράκι κι έτσι, μιας και αντικείμενο διαμάχης δεν υπήρχε πια, η δίκη έληξε. Κάπως έτσι πάει, καμιά φορά. Όταν κάποιοι τσακώνονται περί όνου σκιάς, εκείνοι που δεν φταίνε σε τίποτα την πληρώνουν.

13. Αυτό σκέφτηκα και δεν γινόταν να μην πω ότι περί όνου σκιάς έγιναν κάποιοι από τους μεγαλύτερους και πιο αιματηρούς πολέμους στην ιστορία. Ο Τρωικός, για παράδειγμα. Δέκα χρόνια δεν πάλευαν εκεί πέρα για «ένα πουκάμισο αδειανό»; Για το τίποτα δηλαδή, για την σκιά του γαϊδάρου. Πόσοι και πόσοι πέθαναν γι’ αυτό.

14. Την Τροία ακόμα στοιχειώνει η σκιά του Δούρειου Ίππου. Στους αιώνες των αιώνων θα τη στοιχειώνει, μαζί με τη σκιά του Λαοκόοντα.

15. Ακριβώς επειδή έγιναν για την σκιά του γαϊδάρου, ωστόσο, οι πόλεμοι για τους οποίους έλεγα είναι και τόσο μα τόσο παράλογοι. Σαν αυτόν των Νησιών Φώκλαντς στα 80ies, για παράδειγμα, που, όπως είπε ένας γραφιάς τόσες φορές καλύτερος από τούτον ‘δω, «ήταν σαν να μαλώνουν δύο φαλακροί για μια τσατσάρα». Πες το αυτό, όμως, στους μερικούς εκατοντάδες οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους πάνω σ’ εκείνους τους θαλασσοδαρμένους βράχους στον ωκεανό και στις οικογένειές τους που τους θρήνησαν. Τόσες εκατοντάδες ζωές, τόσες εκατοντάδες πορείες και πιθανότητες, χάθηκαν για την σκιά του γαϊδάρου. Όπως στην Τροία, όπως σε τόσα ακόμη μέρη.

16. Είπαμε, όμως: η σκιά είναι κάτι καλό. Δεν αλλάζει αυτό. Ενίοτε την αντιλαμβανόμαστε και ως απόδειξη της αγάπης μας για κάποιον, όταν του λέμε «θέλω σκιά σου να γίνω». Θέλω να είμαι κοντά σου, αλληλένδετος με σένα, πάντα μαζί σου, αχώριστοι να είμαστε – όπως η σκιά σου κι εσύ.

17. Η σκιά κάποτε βγάζει και το αίσθημα της συνεργατικότητας. Στα ζώα το παρατήρησα αυτό. Τα έχετε δει τα κατσίκια και τα πρόβατα τι κάνουν, όταν ο ήλιος ψήνει ό,τι αγγίζει το καλοκαίρι; Μαζεύονται όλα μαζί, κάνουν κύκλο, τεντώνουν μπροστά τα κεφάλια τους και κάθονται εκεί, ακίνητα. Τα σώματά τους καίγονται στον ήλιο, τα κεφάλια τους, ωστόσο, παραμένουν δροσερά κάτω από τις σκιές των σωμάτων και των λαιμών τους. Έτσι σώζονται. Όλα μαζί.

18. Ξέρετε πότε ίσως να γίνεται λίγο κακή η σκιά; «Έπεφτε βαριά πάνω του η σκιά του πατέρα του», λένε για κάποιον. Όταν σε υποχρεώνει μια άλλη σκιά, μια κληρονομιά, ένα παρελθόν μεγάλο, να σταθείς αντάξιος, αυτό καμιά φορά σε πνίγει.

19. «Ζούσε στη σκιά του», είναι μια άλλη φράση που λένε. Κι εδώ η σκιά δεν είναι καλή. Πόσα όνειρα, πόσες μοναδικότητες, πόσες πορείες δεν ματαιώθηκαν έτσι, από την σκιά, που βάρος δεν έχει αλλά κάποιες φορές είναι ασήκωτη.

20. Είναι άδικη η σκιά, καμιά φορά. Εκεί ήθελα να καταλήξω.

21. Οι σκιές δεν είναι άνθρωποι, φυσικά. Καμιά φορά, όμως, οι άνθρωποι γίνονται σκιές. «Ήταν σκιά του εαυτού του», δεν λέμε; Δεν ήταν ο εαυτός του, πια. Ήταν κάτι άλλο, ή κάποιος άλλος; Τι να εννοούμε άραγε;

22. Καμιά φορά, επίσης, οι άνθρωποι γίνονται και «κάτι σκιές, που η μια την άλλη λεν πως ξέρουν και λεν “αγάπη μου”, λεν “αγάπη μου”, με ολόιδιες φωνές», που είπε και ο Φοίβος Δεληβοριάς αγκαλιά με τον σκύλο από το Κολωνάκι.

23. Πάλι, πάντως, δεν μπορώ να μην το ξαναπώ, είναι καλή η σκιά. Καλό είναι, ωστόσο, να μένεις άνθρωπος και να μην γίνεσαι μια σκιά που μόνο μιμείται.

24. Ξαναλέω, όμως. Η σκιά είναι καλή και πάνω απ’ όλα γιατί αποδεικνύει ότι υπάρχει φως. Χωρίς φως δεν υπάρχει σκιά. Αφού υπάρχει φως, συνεχίζουμε, προχωράμε.

25. Λοιπόν, τέλος η φιλοσοφία περί σκιάς. Πάω να το αλαφρύνω λίγο αυτό το Σβάιτσερ. Αν η σκιά μας έπρεπε να έχει εθνικό ύμνο, νομίζω το ιδανικό θα ήταν το «Χορός με τη σκιά μου» του Μάνου Χατζιδάκι.

26. Μόλις έψαξα λίγο και διαπίστωσα ότι το όνομα αυτής της άσκησης, το «Σβάιτσερ», σημαίνει «Ελβετός» στα γερμανικά, γλώσσα προέλευσης της λέξης. Στην Ελβετία σκιά έχουν μπόλικη – ολόκληρες Άλπεις τους σκεπάζουν.

27. Αφού τελειώσω αυτό το κείμενο, ίσως πάω να παίξω με τη σκιά μου. Ψέματα λέω – μάλλον καμιά ταινία θα πάω να δω. Θα βάλω τον «Άνθρωπο Σκιά» με τον Άλεκ Μπάλντουιν. Ωχ!…

28. Θυμάμαι, τόσα και τόσα καλοκαίρια, η μόνη έγνοια της μάνας μου όταν φτάναμε στην παραλία ήταν να βρει έναν «ισκιάκο» να βάλει το αυτοκίνητο από κάτω για «να μην το φάει ο ήλιος». Θέλαμε να πάμε να βουτήξουμε και ψάχναμε πόση ώρα να βρούμε σκιά. Άσε μας ρε μάνα…

29. «Κι αν σε χτυπάμε μέσα απ’ τις σκιές, μην νομίζεις ότι δεν έχουμε το κουράγιο να πολεμήσουμε στο φως». Έτσι είπε ο Zeratul στην Sarah Kerrigan, λίγο πριν εκείνη και το Σμήνος της τον συντρίψουν. Καμιά φορά, το να είσαι παλικάρι δεν αρκεί να σε σώσει από τον όλεθρο – εγώ αυτό κατάλαβα.

30. Νύχτωσε. Τη νύχτα, στο σκοτάδι, οι σκιές μεγαλώνουν, παραμορφώνουν τα αντικείμενα, με τρομάζουν. Ποτέ δεν κοιμόμουν με κάποιο φως ανοιχτό, αλλά η καρδούλα μου το ήξερε πάντα.