Σκηνές από το αθηναϊκό μετρό #9

* Απέναντί μου κάθονται δύο νέοι. Μελαμψοί. Έχουν κάτι τεράστιες βαλίτσες. Τουρίστες, όπως όλα δείχνουν. Είμαι, άλλωστε και στον συρμό που πάει αεροδρόμιο. Συζητούν μεταξύ τους, δεν καταλαβαίνω τι γλώσσα μιλούν. Μάλλον από κάποια χώρα του Κόλπου πρέπει να είναι.

Φτάνουμε, όμως, στον σταθμό «Νομισματοκοπείο» και αρχίζουν να προσπαθούν να πουν τη λέξη «νομισματοκοπείο», την οποία μόλις άκουσαν από τα μεγάφωνα του βαγονιού ενώ την βλέπουν κιόλας γραμμένη στην πινακίδα της αποβάθρας.

Προσπαθούν να πουν τη λέξη, αποτυγχάνουν πλήρως (εδώ ακόμα και η δική μας γλώσσα παθαίνει στραμπούληγμα όταν επιχειρούμε να την πούμε) και σκάνε στα γέλια (μαζί τους κι εγώ).

** Στο αμέσως προηγούμενο άρθρο των «Σκηνών από το αθηναϊκό μετρό» είχα γράψει για το φαινόμενο που έχω παρατηρήσει, των επιβατών (γυναικών και ανδρών) οι οποίοι πιάνουν με μωρομάντηλο τις μεταλλικές μπάρες που υπάρχουν για να κρατιόμαστε στα βαγόνια.

Ε, απ’ ό,τι φαίνεται, υπάρχει και ένα ακόμη είδος… σιχασιάρηδων επιβατών: εκείνοι που βαστιούνται από τις μεταλλικές μπάρες φορώντας εκείνα τα μεγάλα πλαστικά γάντια που μοιάζουν με σακούλες!

*** Λοιπόν, αυτή η ιστορία που θα διηγηθώ τώρα δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά ταυτόχρονα, πώς τα ‘χει καταφέρει έτσι, είναι και μία από τις περίεργες και από τις πιο αστείες που συνάντησα ποτέ μου στο μετρό, όλα τα χρόνια που είμαι επιβάτης του!

Ήμουν, που λέτε, σε ένα βαγόνι και εννοείται ότι πήγα και στάθηκα πίσω από μία πόρτα η οποία είχε κάποιο τεχνικό πρόβλημα και δεν ανοιγόκλεινε – πάντοτε το στριμωξίδι είναι πολύ λιγότερο πίσω από τέτοιες πόρτες, γι’ αυτό και αποτελούν ένα από τα αγαπημένα μου σημεία στο μετρό.

Τέλος πάντων, ο συρμός έφτασε στην τάδε στάση και όταν άνοιξαν οι πόρτες οι επιβάτες στην αποβάθρα όρμησαν μέσα.

Μπροστά από την πόρτα που δεν άνοιγε, οι επιβάτες περίμεναν μερικά δευτερόλεπτα και ενώ οι περισσότεροι αντιλήφθηκαν ότι υπάρχει πρόβλημα και αμέσως έφυγαν για να μπουν από άλλη πόρτα, υπήρξε και μία κυρία η οποία κοντοστάθηκε και, κοιτώντας μέσα στο βαγόνι όλους εμάς που ήμασταν πίσω από την ελαττωματική πόρτα… χτύπησε το τζάμι της και μας κοιτούσε!

Γιατί το έκανε αυτό; Τι σκεπτόταν; Τι ήθελε; Το πιο λογικό που μου πέρασε από το μυαλό ενώ προσπαθούσα να εξηγήσω αυτήν την εντελώς κενή νοήματος κίνησή της είναι ότι, μάλλον, περίμενε από εμάς να ανοίξουμε την πόρτα από μέσα για εκείνη και τους υπόλοιπους επιβάτες. Δεν ξέρω, φυσικά, τι συνέβη στο νου της.

Το σίγουρο είναι ότι, βλέποντάς τη να κάνει αυτό το πράγμα, γελούσα μόνος μου, πίσω από την προστατευτική μου μάσκα, μέχρι και πολύ αργότερα μέσα στην ίδια εκείνη μέρα μου…

Leave a comment